θηλή
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἡ, (θῆσαι) A teat, nipple, E.Cyc.56 (lyr.), Hp.Epid.5.101, Pl. Cra.414a; τῶν μαστῶν ἡ θ., δι' ἧς… τὸ γάλα διηθεῖται Arist.HA493a13; of animals, ib.500a24; θ. πεφιλοτεχνημέναι dumb teats, Sor.1.115. II head of a pole, κοντοὶ σὺν θηλαῖς σιδηραῖς PLond.3.1164h9 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1207] (θάω), ἡ, Mutterbrust; Eur. Cycl. 56; Plat. Crat. 414 a u. A.; θηλὴν ἐπέχειν τινί Agathocl. bei Ath. IX, 376 a; eigtl. die Warze, dah. θηλαὶ μαστῶν Arist. H. A. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
θηλή: ἡ, (θάω) τὸ μέρος τοῦ μαστοῦ ὅθεν ἐξέρχεται τὸ γάλα, ἡ «ῥῶγα», Λατ. papilla, Εὐρ. Κύκλ. 56, Πλάτ. Κρατ. 414Α· τῶν μαστῶν ἡ θ., δι’ ἧς... τὸ γάλα διηθεῖται Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 12, 2, πρβλ. 2. 1, 38· ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
bout du sein, sein, mamelle.
Étymologie: R. Θα > Θαλ, sucer ; cf. lat. fellare ; v. θῆλυς.
Greek Monolingual
η (ΑΜ θηλή)
φρ. «θηλή του μαστού» — υποστρόγγυλη προεξοχή του μαστού, η ρώγα
νεοελλ.
1. μικρό έπαρμα της επιφάνειας οργάνου του σώματος («θηλές της γλώσσας»)
2. προεκβολή τών επιδερμικών κυττάρων η οποία θεωρείται συχνά ως είδος τριχώματος
αρχ.
(για κοντό άνθρωπο) το μέρος που προεξέχει, το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα dhē «εκμυζώ, θηλάζω», καθώς και τα θῆλυς, θῆσθαι «θηλάζω» + επίθημα -lā, όπως δείχνουν το μετονοματικό λατ. ρ. fēlāre «εκμυζώ» (< fēla «θηλή») αλλά και το ουσ. filius «γιος» (< fēlius), το λεττον. dels «γιος», το λιθ. delĩ «βδέλλα», το αρχ. άνω γερμ. tila «γυναικείο στήθος» κ.ά. Ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -θηλής και -θηλος.
ΠΑΡ. θηλάζω
αρχ.
θηλώ, θηλονή
νεοελλ.
θηλαίος, θηλίτις, θηλώδης, θήλωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. θηλαλγία, θηληπρωκτόφυλλον, θηλυπώγων, θηλοειδής, θηλορραγία
(Β' συνθετικό) αρχ. αγλαοθηλής, αθηλής, άθηλος, ελαιόθηλος, εριθηλής, εύθηλος, λιπόθηλος, νεοθηλής, νεόθηλος, ομόθηλος].
Greek Monotonic
θηλή: ἡ (*θάω), το τμήμα του στήθους που προσφέρεται για θηλασμό, θηλή, ρώγα, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
θηλή: ἡ сосок, сосец (θηλαὶ μαστῶν Arst.; θηλὴν ὑπέχειν τοῖς βρέφεσι Plut.): δέξασθαι θηλαῖσι σπορὰς ἀρνῶν Eur. дать сосцы молодым ягнятам.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: motherbreast, nipple (IA).
Compounds: As 2. member e. g. in ἄ-, εὔ-, νεό-θηλος (-θηλής).
Derivatives: θηλώ τροφός, τήθη (H., Plu.). - Denomin. verb θηλάζω suckle, suck (IA Dor.) with θήλασμα, θηλασμός suck(l)ing (Plu., pap.), θηλάστρια (wet-)nurse (S., Com.); also θηλαμών id. (Sophr., Thespis), prob. to θηλά-σαι after τελά-σαι : τελα-μών a. o.; here θηλαμινοῦ νεογνοῦ; θήλαντο ἐθήλασαν H. (correct?); cf. Bechtel Dial. 1, 361. Uncertain θηλονή wet-nurse (Plu. 2, 278d).
Origin: IE [Indo-European] [241] *dʰeh₁- suck(le)
Etymology: With θηλή agrees *fēla, seen in Lat. fēlāre suckle which must be motherbreat, IE *dhēlā. From some such basis Latv. dę̂ls sun, prop. "suckling", Lat. fīlius id. < *fēlios, Umbr. sif feliuf sues lactantes (sucking or suckling?, s. Benveniste BSL 45, 82f.), Lith. dėlė̃ leech; with diff. ablaut Latv. dīle sucking calf (IE *dhī-l-), MIr. del nipple, Germ., e. g. OHG tila f. female breast (IE *dhi-l-); unclear is Arm. dayl, dal Biestmilch; Hübschmann Armen. Gr. 1, 437, Pedersen KZ 39, 406); on Lat. fēlīx fertile s. W.-Hofmann s. v. (also Nachträge). Cf.on θῆλυς and θῆσθαι.
Middle Liddell
θηλή, ἡ, [*θάω]
the part of the breast which gives suck, the teat, nipple, Eur., Plat.
Frisk Etymology German
θηλή: {thēlḗ}
Grammar: f.
Meaning: Mutterbrust, Zitze (ion. att.).
Composita : Als Hinterglied z. B. in ἄ-, εὔ-, νεόθηλος (-θηλής).
Derivative: Davon θηλώ· τροφός, τήθη (H., Plu.). — Denominatives Verb θηλάζω säugen, saugen (ion. att. dor.) mit θήλασμα, θηλασμός das Säugen, Saugen (Plu., Pap.), θηλάστρια Amme (S., Kom.); auch θηλαμών ib. (Sophr., Thespis u. a.), wohl zu θηλάσαι nach τελάσαι : τελαμών u. a.; dazu θηλαμινοῦ· νεογνοῦ, θήλαντο· ἐθήλασαν H. (richtig?); vgl. Bechtel Dial. 1, 361. Unsicher θηλονή Amme (Plu. 2, 278d).
Etymology : Zu θηλή stimmt das aus lat. fēlāre saugen zu erschließende *fēla Mutterbrust, idg. *dhēlā. Aus demselben oder einem ähnlichen Grundwort stammen noch lett. dę̂ls Sohn, eig. "Säugling", lat. fīlius ib. < *fēlios, umbr. sif feliuf sues lactantes (saugende oder säugende?, s. Benveniste BSL 45, 82f.), lit. dėlė̃ Blutegel u. a.; dazu mit anderem Ablaut lett. dīle saugendes Kalb (idg. *dhī-l-), mir. del Zitze, germ., z. B. ahd. tila f. weibliche Brust (idg. *dhĭ-l-) u. a. m.; mehrdeutig ist arm. dayl, dal Biestmilch (dhəi-li-?; Hübschmann Armen. Gr. 1, 437, Pedersen KZ 39, 406); zu lat. fēlīx fruchtbar s. W.-Hofmann s. v. (auch Nachträge). Vgl. zu θῆλυς und θῆσθαι.
Page 1,670-671