μετρητής

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[[si varia lectio" to "[[si vera lectio")

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρητής Medium diacritics: μετρητής Low diacritics: μετρητής Capitals: ΜΕΤΡΗΤΗΣ
Transliteration A: metrētḗs Transliteration B: metrētēs Transliteration C: metritis Beta Code: metrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A measurer, Id.Just.373a; μετρηταὶ στρατοπέδων, = Lat. metatores castrorum, J.BJ5.2.1. II a liquid measure, = ἀμφορεύς, Philyll.7, D.42.20, Sosith.2.8 (s. v.l.), IG12(3).436.13 (Thera, iv B. C.), Arist.HA596a7, Hero *Mens.9, etc.; of the Hebrew bath, LXX 3 Ki.18.32, al., Ev.Jo.2.6.

German (Pape)

[Seite 162] ὁ, der Messende, Plat. de iust. 373 a. – In Athen war der Metretes, auch μετρήτης betont, das gewöhnliche Maaß für Flüssigkeiten, der 12 χόες oder 144 κοτύλαι und 3/4des attischen Medimnos enthielt, 1½ römische Amphoren, 339/118 Berliner Quart, Dem. 42, 20 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μετρητής: -οῦ, ὁ, (μετρέω) ὁ μετρῶν, Πλάτ. Περὶ Δικαίου 373Α. ΙΙ. = ἀμφορεύς, ἐν Ἀθήναις τὸ κοινὸν μέτρον ὑγρῶν, πρὸς ὃ ἰσοδυναμοῦσι 12 χόες ἢ 144 κοτύλαι, περίπου λίτραι 39, σοὶ μὲν οὖν τήνδ’, ἀμφορεῦ, δίδωμι τιμήν, πρῶτα μὲν τοῦτ’ αὔτ’ ἔχειν ὄνομα μετρητὴν μετριότητος οὕνεκα Φιλύλλιος ἐν «Δωδεκάτῃ» 1, Δημ. 1045. 7, Σωσίθεος παρ’ Ἀθην. 415Β· ― ὁ Αἰγινητικὸς μετρητὴς ἦτο μείζων τοῦ Ἀττ. πιθανῶς κατὰ τὰ 2/5, ἴδε λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτήτων· ὁ Μακεδον. φαίνεται ἦτο μικρότερος, ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 9, 2· ― ὁ δὲ Ρωμαϊκός ἀμφορεὺς (amphora) ἐχώρει τὰ ⅔ τοῦ Ἀττ. μετρητοῦ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 mesureur, jaugeur, métreur;
2 particul., à Athènes mesure pour les liquides équivalente à 12 χόες ou 144 κοτύλαι, ou ¾ de médimne attique, soit environ 39 litres;
3 surn. du Rhodien Xénarque.
Étymologie: μετρέω.

English (Strong)

from μετρέω; a measurer, i.e. (specially), a certain standard measure of capacity for liquids: firkin.

English (Thayer)

(on the accent see Chandler § 51 f), μετρητου, ὁ (μετρέω), properly, a measurer, the name of a utensil known as an amphora, which is a species of measure used for liquids and containing 72sextarii or ξεστοι (i. e. somewhat less than nine English gallons; see B. D. under the phrase, Weights and Measures, at the end (p. 3507 American edition)) (Hebrew בַּת, Polybius 2,15,1; Demosthenes, p. 1045,7; Aristotle, h. a. 8,9.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μετρητής) μετρώ
(για πρόσ.) αυτός που μετρά, που έχει ως επάγγελμα το να μετρά κάτι
νεοελλ.) τεχνολ. συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για την αυτόματη μέτρηση και καταγραφή ορισμένων φυσικών μεγεθών και φαινομένων («μετρητής ηλεκτρικής ενέργειας»)
2. φρ. α) «μετρητής χρόνου»
τεχνολ. ωρολογιακή συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση πολύ μικρών χρονικών διαστημάτων με μεγάλη ακρίβεια, αλλ. χρονογράφος
β) «μετρητής σωματιδίων»
φυσ. διάταξη η οποία καταμετρά τον αριθμό τών σωματιδίων που διέρχονται από τον φωρατή της, αλλ. απαριθμητής σωματιδίων
γ) «μετρητής θερμότητας»
τεχνολ. συσκευή που καταγράφει τις ποσότητες θερμότητας που καταναλώνονται στις εγκαταστάσεις θέρμανσης με θερμό νερό
δ) «μετρητής αερίων»
τεχνολ. συσκευή που μετρά και καταγράφει τον όγκο τών καύσιμων, κυρίως, αερίων, όπως είναι το φωταέριο, το φυσικό αέριο κ.ά., αλλ. αεριόμετρο
ε) «χιλιομετρικός μετρητής
τεχνολ. συσκευή που δείχνει τον αριθμό τών χιλιομέτρων και τών υποδιαιρέσεών του τα οποία έχει διανύσει ένα όχημα, αλλ. κοντέρ
μσν.
μέτρο για μέτρηση εκτάσεων
αρχ.
1. αυτός που μετρά ή χαράσσει τα όρια ενός τόπου
2. μέτρο υγρών το οποίο, σύμφωνα με το παλαιό αττικό σύστημα, ισοδυναμούσε με 12 χους ή 144 κοτύλες, αλλ. αμφορεύς
3. αρχαίο εβραῑκό μέτρο.

Greek Monotonic

μετρητής: -οῦ, ὁ (μετρέω),·
I. αυτός που αναλαμβάνει τη μέτρηση, σε Πλάτ.
II. ἀμφορεύς, δοχείο ως μονάδα μέτρησης υγρών, που χωράει 12 χόες ή 144 κοτύλας, περίπου 9 γαλόνια Αγγλίας, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μετρητής: οῦ ὁ
1) производящий измерения Plat.;
2) (тж. ἀμφορεὺς μ.) метрет (атт. мера жидкостей, содержащая 12 χόες или 144 κοτύλαι = 39.5 л) Dem., Polyb., NT.

Middle Liddell

μετρητής, οῦ, ὁ, μετρέω
I. a measurer, Plat.
II. = ἀμφορεύς, a liquid measure, holding 12 χόες or 144 κοτύλαι, about 9 gallons Engl., Dem.

Chinese

原文音譯:metrht»j 姆特雷帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:量(器) 相當於: (עֲטִין‎)
字義溯源:量器,桶,量;源自(μετρέω)=量);而 (μετρέω)出自(μέτρον)*=分量)。參讀 (μέτρον)同源字
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 桶(1) 約2:6