αὐθέκαστος

From LSJ
Revision as of 09:18, 20 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθέκαστος Medium diacritics: αὐθέκαστος Low diacritics: αυθέκαστος Capitals: ΑΥΘΕΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: authékastos Transliteration B: authekastos Transliteration C: afthekastos Beta Code: au)qe/kastos

English (LSJ)

ον,
A one who calls things by their right names, one who calls a spade a spade, down-right, blunt, Arist.EN1127a23, cf. Cleanth.Stoic.1.127; οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος = the nature of a fox is not to be at times treacherous and at times straightforward Philem.89.7, cf. Posidipp.40; in later Prose, λόγος Phld.Piet.102 (Comp.), cf. Ph.2.51, Plu.Cat.Ma.6. Adv. αὐθεκάστως = bluntly, Phld.Sign.32.
2 of style, inartificial, plain, D.H.Comp.22.
3 in bad sense, self-willed (αὐτάρεσκος, Hsch.; = ἀπαρέγκλητος, Suid.), αὐθέκαστος τὸν τρόπον, αὐθέκαστος τῷ τρόπῳ, Men.843, Sam.205, cf. Luc.Phal.1.2, Plu.2.11e; οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδὲ αὐθέκαστος ὁ σώφρων ἀνήρ ib. 823a, cf. Phld.Vit.p.30J.
4 self-controlled, self-sufficient, ζῷον οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν Them.Or.34p.446D. Adv. αὐθεκάστως = rigidly, severely Plu.Lys.21.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθέκαστος: -ον, ὁ λέγων τὰ πράγματα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ ἕκαστα, κοινῶς, «ὀρθὰ κοφτά», ὁ μὴ λέγων αὐτὰ πλαγίως, ἀλλ’ ὡς ἔχουσιν, ἀνυπόκριτος, ἀληθής, εἰλικρινής, ἁπλοῦς, ὁ δὲ μέσος αὐθέκαστός τις ἂν ἀληθευτικὸς καὶ τῷ βίῳ καὶ τῷ λόγῳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 4· ἀκολούθως ἐν τῇ Νέᾳ Κωμῳδία, οὐκ ἔστ’ ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων…, ἡδ’ αὐθέκαστος Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 229, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 13· - ἐπὶ λόγων, ἀκόμψευτος, σαφής, ἀληθής, Διον. Ἁλ. π. συνθ. 22· ἴδε Α. Β. 462, 25, Ἡσύχ. ἐν λέξει. Παρὰ παλαιοτέροις συγγραφ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἑκ. 1227, τὸ αὐθέκαστα, νῦν γράφεται, αὐθ’ ἕκαστα. Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Λύσ. 21. - Τὸ οὐσιαστ. αὐθεκαστότης, ητος, ἡ, κατακρίνεται ὑπὸ τοῦ Φρυν. σ. 349, ἔνθα ἴδε Λοβ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chaque personne ou chaque chose telle qu’elle est ; franc, simple, droit, naturel.
Étymologie: αὐτός, ἕκαστος.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [compar. αὐθεκαστότερος Phld.Piet.p.120.14]
I 1sincero, sin artificio, auténtico de pers. como intermedio entre el ἀλαζών y el εἴρων Arist.EN 1127a23, como sinón. de αὐστηρός y ἁπλός Cleanth.Fr.Poet.3.4, Posidipp.41, ἐν τῷ δικαίῳ ὄρθιος καὶ αὐ. Plu.Cat.Ma.6, fig. de la zorra οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων ... ἡ δ' αὐ. Philem.93.7
del λόγος Phld.l.c.
del estilo de Tucídides, D.H.Comp.22.6.
2 en sent. peyor. rígido, tozudo, áspero τραχὺς ἄνθρωπος ... αὐ. τῷ τρόπῳ Men.Sam.550, cf. Men.Fr.736, Plu.2.11d, Luc.Phal.1.2, ὁ νουθετητὴς παραγίνεται ὁ αὐ. Ph.2.519.
II autosuficiente τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν Them.Or.34.446.
III adv. αὐθεκάστως
1 sinceramente, sin artificio πρὸς τὸ τῇ Σπάρτῃ συμφέρον αὐ. στρατηγοῦντος Plu.Lys.21.
2 tajantemente αὐθεκάστως ... φασι τὸ καλού[μ]ενον Phld.Sign.32.32; cf. αὐτοέκαστος.

Greek Monolingual

αὐθέκαστος, -ον (AM)
απότομος, θρασύς, αυθάδης
μσν.
1. αυθαίρετος
2. αυτάρκης
αρχ.
1. όποιος λέει κάθε πράγμα με το πραγματικό του όνομα, ο ειλικρινής
2. (για λόγο) σαφής, απερίφραστος.

Greek Monotonic

αὐθέκαστος: -ον, αυτός που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

αὐθέκαστος:
1) прямой, прямодушный (αὐ. καὶ ἀληθευτικός Arst.; ὄρθιος και αὐ. Plut.);
2) суровый, строгий (αὐστηρὸς καὶ αὐ. Plut.).

Middle Liddell


one who calls each thing by its name, Arist.