ἀντίστασις
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
εως, ἡ, A counter-faction, στάσις καὶ ἀ. καὶ μάχη Pl.R.560a. II opposition, αἰώνιος Ph.1.577; ἐπὶ τῇ ἀρχῇ J.AJ 17.11.2; τύχης Plu.Aem.36; ἐξ ἀ. ἀγωνίζεσθαι in pitched battle, Hdn. 5.4.4; ἴσην ἀ. ἔχειν weigh equally, Arist.Mu.397a1. III counterplea, set-off, e.g. benefit conferred balanced against injury done, Hermog.Stat.2, cf. 6 (pl.), Arg.Lycurg.
German (Pape)
[Seite 261] ἡ, Gegenpartei, Plat. Rep. VIII, 560 a; Arist. u. Sp.; Widerstand, Plut. Aem. Paull. 36. Bei Rhetoren das Gegenüberstellen, Vergleichung.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίστᾰσις: -εως, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στάσις, στάσις καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη Πλάτ. Πολ. 560Α. ΙΙ. τὸ ἀνθίστασθαί τινι, ἀντίστασις ὡς παρ’ ἡμῖν, τύχης Πλουτ. Αἰμίλ. 36· ἐξ ἀντιστάσεως ἀγωνίζεσθαι, συστάδην, Ἡρωδιαν. 5. 4, 6· ἴση ἀντίστασις, ἰσορροπία, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 7. ΙΙI. ἀντίθετος ἰσχυρισμός, Ρήτ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
résistance, opposition, parti opposé.
Étymologie: ἀνθίστημι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 partido contrario στάσις δὴ καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη ἐν αὐτῷ πρὸς αὑτὸν τότε γίγνεται Pl.R.560a.
2 rivalidad, oposición ἀντίστασιν αἰώνιον Ph.1.577, ἔγκλημα τῆς ἀντιστάσεως ἐπὶ τῇ ἀρχῇ προσφερόμενον I.AI 17.313, τύχης ἀ. oposición de la fortuna Plu.Aem.36, cf. Chrys.M.59.379, PMonac.6.45 (VI d.C.)
•ἐξ ἀντιστάσεως ἀγωνίζεσθαι luchar en batalla campal Hdn.5.4.4
•ataque c. argumentos παντὶ ἀντιστάσεως τρόπῳ κεχρημένοι οἱ Ἕλληνες Iust.Phil.Qu.Gr.M.6.1489B.
3 de ahí c. adj. de igualdad diferencia u oposición equivalente de los sonidos de las cuerdas de una lira πᾶσαι (αἱ χορδαί) κατὰ τὴν ἴσην ἀντίστασιν ἀλλήλαις συνηχοῦσι todas (las cuerdas de la lira) forman un sonido armónico oponiéndose entre sí con iguales intervalos Ath.Al.M.25.77A
•equilibrio ἴσην ἀντίστασιν ἔχειν equivaler Arist.Mu.397a1, ἐξ ἀντιρρόπου τῶν διαλογισμῶν ἀντιστάσεως Iambl.Myst.1.3.
4 ret. compensación de un acto malo mediante uno bueno, Lycurg.argumen., Hermog.Stat.12.
Greek Monotonic
ἀντίστᾰσις: -εως, ἡ,
I. αντίπαλο κόμμα, σε Πλάτ.
II. αντίσταση, αντοχή, σε Πλούτ.
Greek Monolingual
η (AM ἀντίστασις)
αντίδραση, εναντίωση σε κάποια ενέργεια ή στις θελήσεις κάποιου
νεοελλ.
1. η αντίδραση την οποία προβάλλει κάποιο σώμα όταν δέχεται ενέργεια άλλου σώματος («αντίσταση της ύλης», «αντίσταση του αέρα»)
2. το να αρνείται κάποιος να υποταγεί ή να υποχωρήσει
3. (ως κύριο όνομα) Αντίσταση
ο αγώνας που διεξάγεται είτε ενεργητικά είτε παθητικά εναντίον τυραννικού καθεστώτος, ξένου κατακτητή κ.λπ.
αρχ.-μσν.
1. η στάση, η ανταρσία
2. αντίθετος ισχυρισμός, αντεπιχείρημα
3. (Μουσ.) ισορροπία, αρμονία.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίστᾰσις: εως ἡ
1) противная сторона, враждебная партия (στάσις καὶ ἀ. Plat.);
2) сопротивление: τύχης ἀ. Plut. превратности судьбы, неблагоприятные обстоятельства; ἡ ἴση ἀ. πρός τι καί τι Arst. равновесие между чем-л. и чем-л.
Middle Liddell
I. an opposite party, Plat.
II. a standing against, resistance, Plut.