ἀρνέομαι

From LSJ
Revision as of 15:50, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρνέομαι Medium diacritics: ἀρνέομαι Low diacritics: αρνέομαι Capitals: ΑΡΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: arnéomai Transliteration B: arneomai Transliteration C: arneomai Beta Code: a)rne/omai

English (LSJ)

fut. A -ήσομαι A.Pr.268, Ar.Ec.365; also ἀρνηθήσομαι S.Ph.527 (ἀπ-), Ev.Luc.12.9: aor. Pass. ἠρνήθην freq. in Att., Th. 6.60, etc.: also aor. Med. ἠρνησάμην Hom. (v. infr.), Hdt.3.1; rare in Trag. and Att., E.Ion1026, Aeschin.2.69,3.324: pf. ἤρνημαι D. 28.24:—deny, disown, τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι Il.14.212, Od.8.358, etc.; ἀ. ἀμφὶ βόεσσιν h.Merc.390; ἀ. ἃ εἶπον E.Hec.303: abs., Hdt.2.174; ἀρνούμενοι ἔπαινοι negative praises, Plu.2.58a. 2 refuse, τόξον . . δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι Od.21.345, cf. Hes.Op.408, Hdt.3.1; ἀ. γάμον Od.1.249; ἀ. χρείαν decline, renounce a duty or office, D.18.282; διαθήκην Id.36.34; κληρονομίαν PFlor.61.49 (i A.D.); ζωὰν ἀ., of a suicide, AP7.473 (Aristodic.); δυνάμει τὸν βίον ἀ. S.E.M.11.163; ἀ. ἀνθρώπους cast aside humanity, Him.Or.2.10. 3 abs., say No, decline, ὁ δ' ἠρνεῖτο στεναχίζων Il.19.304; αὐτὰρ ὅ γ' ἠρνεῖτο στερεῶς 23.42, etc. 4 in expressing denial, c. inf., either without μή, deny that... A.Eu.611, E.IA966; or with μή, say that . . not... Ar.Eq.572, Antipho 3.3.7, etc.; οὐδ' αὐτὸς ἀρνεῖται μὴ οὐ . . D.C.50.22; also οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν S.Ph.118; ἀ. ὅτι οὐ... ὡς οὐ... X.Ath.2.17, Lys. 4.1, D.9.54. 5 in expressing refusal, c. inf., ἀ. εἶναι χρηστούς Hdt.6.13: poet. also c. part., οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι E.Alc.1158, cf. Or.1582.

German (Pape)

[Seite 356] verneinen; fut. ἀρνήσομαι, aor. ἠρνήθην u. ἠρνησάμην, letzteres in Att. Prosa selten; ἀρνησαίμην Aesch. 2, 69; ἀρνήσῃ conjunct. Eur. Ion. 1026; ἀρνήσασθαι Her. 3, 1; Homer. Formen: ἀρνεῖται Od. 1, 249. 16, 126, ἀρνείσθω 8, 43, ἠρνεῖτο Iliad. 19, 304. 23, 42 Od. 24, 126, ἀρνήσαιο Iliad. 14, 191. ἀρνήσασθαι Od. 21, 345. 8, 358 Iliad. 14, 212; – τί, etwas verweigern, τόξον, ᾧ κ' ἐθέλω, δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι Od. 21, 345; οὔτ' ἀρνεῖται γάμον οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται 1, 249, vgl. 24, 126; ἦ ῥά νύ μοί τι πίθοιο, ἦέ κεν ἀρνήσαιο Iliad. 14, 191; τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι, deine Bitte abzuschlagen, Iliad. 14, 212; absol., ὁ δ' ἠρνεῖτο 19, 304, vgl. 23, 42 Od. 8, 43; – läugnen, Thuc. 6, 60; φόνους Eur. Ion. 1026; – τινίτι, Dio Chrys. I, 469; – Ggstzvon δοῦναι Her 3, 1; Aesch. Prom. 266; mit der Negat. Soph. τὸ δρᾶν Phil. 118; beim abhängigen Inf. μή, ἠρνεῖτο μὴ αὐτόχειρ γενέσθαι Xen. Hell. 7, 3, 7; ὡς οὐκ εἰσὶ τοιοῦτοι Dem. 9, 54; ἀρνηθῆναί τι μὴ γιγνώσκειν Pol. 4, 20, 11; Sp.; mit dem partic., ἀρνῇ κατακτάς Eur. Or. 1581; vgl. Al. 1161.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρνέομαι: μέλλ. -ήσομαι, Αἰσχύλ., Ἀριστοφ.· ὡσαύτως, ἀρνηθήσομαι (ἀπ-) Σοφ. Φ. 527, Καιν. Διαθ.: ἀόρ. παθ. ἠρνήθην συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς Θουκ. 6. 60, κτλ.· ὡσαύτως μέσ. ἀόρ. ἠρνησάμην Ὅμ. (ἴδε κατωτ.), Ἡρόδ. 3. 1, ἀλλὰ σπάνιος παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἴων 1026, Αἰσχίν. 37, 8., 85. 45: πρκμ. ἤρνημαι Δημ. 843. 10: ― πρβλ. ἀπ-, ἐξ-, καταρνέομαι: ἀποθ. Ἀντίθετον τῷ φημί, εἶπον, ἀρνοῦμαι, τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι Ἰλ. Ξ. 212, Ὀδ. Θ. 358, κτλ.· ἀρν. ἀμφί τινι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 390· ἀρν. ἃ εἶπον Εὐρ. Ἑκ. 303· πρβλ. Ἡρόδ. 2. 174. 2) ἀντίθετον τῷ δοῦναι, ἀρνοῦμαι νὰ δώσῳ, τόξον... δόμεναι καὶ ἀρνήσασθαι Ὀδ. Φ. 345, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 406, Ἡρόδ. 3. 1· ἀρν. γάμον Ὀδ. Α. 249· καὶ ταῦτ’ ἀρνούμενος πάντα τὸν ἔμπροσθε χρόνον ταύτην τὴν χρείαν, μὴ ἀναδεχόμενος, ἀπορρίπτων ταύτην τὴν ὑπηρεσίαν, Δημ. 319. 26· ὅταν μὲν τοίνυν τὴν διαθήκην ἀρνῆται, ὅταν λέγῃ ὅτι δὲν ἔγεινεν ἡ διαθήκη, ὁ αὐτ. 955. 10· ζωὰν ἀρν., ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀνθ. Π. 7. 473. 3) ἀπολ., λέγω ὄχι, δὲν θέλω, ὁ δ’ ἠρνεῖτο στεναχίζων Ἰλ. Π. 304· αὐτὰρ ὅγ’ ἠρνεῖτο στερεῶς Ψ. 42, κτλ. Σύνταξ.: ἐξηρτημέναι προτάσεις ἐκφέρονται κατ’ ἀπαρ. ἢ ἄνευ τοῦ μή, ἀρνοῦμαι ὅτι..., Ἡρόδ. 6. 13, Αἰσχύλ. Εὐμ. 611, Εὐρ. Ι. Α. 966· ἢ μετὰ τοῦ μή, λέγω ὅτι... δὲν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 572, Ἀντιφῶν 123. 12, Ξεν. Αθ. 2. 17, κτλ.· ἀρν. μὴ οὐ..., Δίων Κ. 50. 22· ὡσαύτως, οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν Σοφ. Φ. 118· ἐπίσης, ἀρν. ὅτι οὐ..., ὡς οὐ... Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 17, Λυσ. 100. 41, Δημ. 124, ἐν τέλει. ― ὡσαύτως ποιητ. μετὰ μετοχ., οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 1158, πρβλ. Ὀρ. 1582.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. ἠρνούμην, f. ἀρνήσομαι, ao. ἠρνήθην, pf. ἤρνημαι;
1 nier, avec l’inf. ou μή et l’inf. ou ὅτι οὐ, ὡς οὐ et l’ind. ; poét. avec un part. : οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι EUR car je ne nierai pas que je sois heureux;
2 repousser, refuser ; γάμον OD repousser un hymen ; ἔπος IL une prière ; χρείαν DÉM décliner une obligation ; abs. refuser, dire non;
3 se rétracter : ἃ δ’ εἶπον εἰς ἅπαντας οὐκ ἀρνήσομαι EUR ce que j’ai dit devant tous, je ne le rétracterai pas.
Étymologie: DELG cf. arm. uranam « nier ».

English (Autenrieth)

aor. inf. ἀρνήσασθαι: deny, refuse, say no, decline; δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι, Od. 21.345.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. part. pres. ἀρνεύμενος h.Merc.390, cret. opt. pres. ἀννίοιτο ICr.4.72.1.12 (Gortina V a.C.), tard. act. part. pres. ἀρνοῦντος Fronto Ep.p.231.4]
1 c. ref. al futuro negarse a, rechazar, rehusar τεὸν ἔπος Il.14.212, Od.8.358, τὸ δρᾶν S.Ph.118, στυγερὸν γάμον Od.1.249, 16.126, 24.126, ταύτην τὴν χρείαν D.18.282, ταῦτα Ar.Ec.798, τοῦτο X.Mem.4.2.10, πλόον Euph.91, μόθον Nonn.D.34.354, πολέμους Nonn.D.35.164, λήια Nonn.D.2.216, c. inf. δρᾶσαι A.Eu.611, εἶναι χρηστούς Hdt.6.13, τὸ κοινὸν αὔξειν E.IA 966, ἀκοῦσαι Call.SHell.287.12, εἰδέναι LXX Sap.12.27, cf. 16.16, 17.10
c. ac. de pers. renegar de τὸν Πατέρα καὶ τὸν Ὑιόν 1Ep.Io.2.22, cf. 23, 2Ep.Petr.2.1, αὐτόν Eu.Matt.10.33, σε Colluth.175, τεὴν ... κούρην Nonn.D.4.36
repudiar προτέρην ἀέκων ἠρνήσατο νύμφην a pesar suyo repudió a su primera mujer Nonn.D.5.581
abs. decir que no, negarse ὅ γ' ἠρνεῖτο στερεῶς Il.23.42, μηδέ τις ἀρνείσθω Od.8.43, cf. Il.14.191, 19.304, Od.21.345, Hes.Op.408, Ar.Ec.365.
2 c. ref. al pasado negar τάδ' οὐκ ἀρνήσομαι A.A.1380, ἃ δ' εἶπον E.Hec.303, φόνους E.Io 1026, τὰ πλεῖστα (τῶν μαρτυριῶν) Is.4.20, τὰ ὑπάρχοντα Arist.EN 1127a23, τὴν ἁμαρτίαν I.AI 6.151, τὴν ἀντιποίησιν S.E.M.6.27, c. part. ἀρνεῖ κατακτάς niegas haber cometido el crimen E.Or.1581, οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι E.Alc.1158, γενόμενος οὖν τούτου μαθητὴς ὁ Ἐπίκουρος ... ἠρνεῖτο ἐκ παντὸς τρόπου S.E.M.1.3
c. or. complet. neg. negar que c. μή e inf. ἠρνοῦντο μὴ πεπτωκέναι negaban que habían sido derribados Ar.Eq.572, αἰ δ' ἀννίοιτο με̄̀ ἄγεν si negara haberlo llevado, ICr.l.c., μὴ αὐτόχειρες γεγενῆσθαι X.HG 7.3.7, τῶν ἄλλων μαθημάτων ... τι μὴ γινώσκειν Plb.4.20.11, c. μὴ οὐκ e inf. οὓς οὐδ' αὐτὸς ἀρνεῖται μὴ οὐκ ἐχθροὺς ... ἡγεῖσθαι a quienes ni siquiera él niega que los tiene por enemigos D.C.50.22.2
c. ὅτι οὐ, ὡς οὐ negar que ἀρνεῖσθαι ... ὅτι οὐ παρῆν X.Ath.2.17, ὡς οὐκ ἀπέδωκε Lys.4.1, cf. D.9.54, Luc.DDeor.1.1, 1Ep.Io.2.22
abs. decir que no, negar ἑκὼν ἑκὼν ἥμαρτον, οὐκ ἀρνήσομαι A.Pr.266, cf. Eu.463, S.OT 571, E.Or.1089, Ar.Pl.893, Hdt.2.174, Th.8.9, Eu.Luc.8.45, Eu.Io.1.20, Act.Ap.4.16.
3 c. ἀμφί mentir παῖδα (e.d. Hermes) εὖ καὶ ἐπισταμένως ἀρνεύμενον ἀμφὶ βόεσσιν h.Merc.l.c.
4 apostatar Herm.Sim.9.26.5, Vis.2.3.4, Origenes Mart.35 (p.33.9). • DMic.: a-ne-ta-de.
• Etimología: Etim. dud. quizá rel. arm. uranam ‘negar’, lat. ōrō < *erH3-, cf. tb. het. aruwai ‘orar’, tb. es posible la rel. c. αἴρω q.u.

English (Strong)

perhaps from Α (as a negative particle) and the middle voice of ῥέω; to contradict, i.e. disavow, reject, abnegate: deny, refuse.

Greek Monotonic

ἀρνέομαι: μέλ. -ήσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ ἠρνησάμην και Παθ. ἠρνήθην, παρακ. ἤρνημαι· αποθ., αντίθ. προς το φημί·
1. αρνούμαι, απαρνούμαι, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. αντίθ. προς το δίδωμι, αρνούμαι να δώσω, αρνούμαι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
3. λέω όχι, αρνούμαι, δεν θέλω, σε Ομήρ. Ιλ.
4. οι εξαρτημένες προτάσεις εκφέρονται με απαρ., με ή χωρίς μή, αρνούμαι ότι..., σε Ηρόδ., Αττ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀρνέομαι:
1) отрицать (τι Hom., Eur., Her. и ἀμφί τινι HH): ἠρνοῦντο μὴ αὐτόχειρες γεγενῆσθαι Xen. они утверждали, что не они виновны; ἀρνηθῆναί τι μὴ γινώσκειν Polyb. заявить о своем незнании;
2) отказываться, отклонять (τι Hom., Dem.): ἀ. εἶναι χρηστούς Her. отказывать в повиновении.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: deny, refuse, decline (Il.).
Other forms: Aor. ἀρνήσασθαι
Origin: IE [Indo-European] [62] *h₂er- refuse, deny
Etymology: Mayrhofer KZ 71 (1953) 75ff. connects Av. rah- be unfaithful, intens. rārǝšyeiti, caus. rā̊ŋhayeiti [?]) as *h₂r-n-es-, which fits form and meaning very well. - Not to Arm. uranam deny; Clackson 102f.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
1. Dep. opp. to φημί, to deny, disown, Hom., etc.
2. opp. to δίδωμι, to decline to give, refuse, Od., etc.
3. absol to say no, decline, refuse, Il.
4. dependent clauses are put in inf., with or without μή, to deny that, Hdt., attic

Frisk Etymology German

ἀρνέομαι: {arnéomai}
Forms: Aor. ἀρνήσασθαι
Grammar: v.
Meaning: leugnen, verneinen, abschlagen (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: ἄρνησις das Leugnen, die Verneinung; die Negation (Trag., Pl., D., Gramm.; vgl. Holt Les noms d’action en -σις 146f. u. a.) mit ἀρνήσιμος (S.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 81; nach ἀμφισβητήσιμος?) und ἀρνητικός verneinend, negativ (Chrysipp., Numen. usw.). Außerdem die wahrscheinlich postverbalen ἄπαρνος und ἔξαρνος (ion. att.) von ἀπ-, ἐξαρνέομαι.
Etymology : Nicht sicher erklärt. Die Zusammenstellung mit arm. uranam verneinen (Bugge Beitr. zur etym. Erläuterung d. arm. Sprache 38f.) hat Meillet BSL 26, 19f. wieder aufgenommen. Sie setzt einen Ablautswechsel ar : ōr voraus (arm. uranam kann aus idg. *ōr- entstanden sein, muß es aber nicht). Kühne Hypothesen bei Mayrhofer KZ 71, 75ff. (: zu aw. rah- abtrünnig sein, intens. rārəšyeiti, kaus. rā̊ŋhayeiti [?]) und bei Müller-Graupa PhilWoch. 61, 43ff., 91ff., 167 (: zu ἀρήν Bock [?]).
Page 1,145-146

Chinese

原文音譯:¢rnšomai 阿-而尼哦買
詞類次數:動詞(31)
原文字根:不-羔羊 相當於: (כָּחַשׁ‎)
字義溯源:矛盾*,否認,拒絕,放棄,棄絕,背棄,相背,背乎,不肯,不認,不承認,隱瞞;可能由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)=不*)與(λέγω)=說出來)組成。或由(ἄνευ)=不*)與(ὁμολογέω)=同意,承認,明說)組成。這字基本意義:否認。主要跟從他的人,當否認自己(和合本:捨己),天天背起自己的十字架來跟從他( 路9:23)。比較: (ἀπαρνέομαι)=完全的否認 同源字: (ἀπαρνέομαι). 同義字: (ἀπαρνέομαι)完全的否認
同源字:1) (ἀπαρνέομαι)完全的否認 2) (ἀρνέομαι)矛盾,否認
出現次數:總共(31);太(4);可(2);路(3);約(3);徒(4);提前(1);提後(4);多(2);來(1);彼後(1);約壹(3);猶(1);啓(2)
譯字彙編
1) 否認(6) 彼後2:1; 約壹2:22; 約壹2:22; 約壹2:23; 猶1:4; 啓3:8;
2) 不承認(6) 太26:70; 可14:68; 可14:70; 路8:45; 路22:57; 約18:27;
3) 不認(3) 太10:33; 太10:33; 路12:9;
4) 背乎(2) 提後2:13; 提後3:5;
5) 棄絕了(2) 徒3:13; 徒3:14;
6) 我們⋯不認(1) 提後2:12;
7) 他⋯不承認(1) 太26:72;
8) 不肯(1) 來11:24;
9) 拒絕(1) 多2:12;
10) 棄絕(1) 啓2:13;
11) 必不認(1) 提後2:12;
12) 他就不承認(1) 約18:25;
13) 隱瞞(1) 約1:20;
14) 說沒有(1) 徒4:16;
15) 他們棄絕(1) 徒7:35;
16) 背棄(1) 提前5:8;
17) 相背(1) 多1:16