μάσταξ

From LSJ
Revision as of 14:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάσταξ Medium diacritics: μάσταξ Low diacritics: μάσταξ Capitals: ΜΑΣΤΑΞ
Transliteration A: mástax Transliteration B: mastax Transliteration C: mastaks Beta Code: ma/stac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ (Lyc.687), (μασάομαι) A that with which one chews, mouth, jaws, ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε he stopped his mouth with his hands, Od.4.287; με… ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν seizing me by the mouth, 23.76, cf. Alcm.144; ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασι Lyc. l. c.; μάστακι ποππύζων AP5.284.6 (Agath.), cf. 293.16 (Id.). 2 v. μύσταξ. II = μάσημα, mouthful, morsel, ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακ', ἐπεί κε λάβῃσι Il.9.324, cf. Eust.753.62; μάστακα δοῖσα τέκνοισιν Theoc.14.39; of the olive, Call.Iamb.1.271; others expl. in Il. l. c. as dat. μάστακι in its beak, Apollon.Lex. s.v. μάσταξ, Plu.2.494d. III locust, S.Fr.716, Nic.Th.802, Clitarch. Gloss. ap. EM216.9. (Cf. μέστακα.)

German (Pape)

[Seite 98] ακος, ἡ, der Mund (mit dem man kau't, μασάομαι), VLL. erkl. στόμα; Ὀδυσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν, Od. 4, 287, hielt den Mund zu, ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν, 23, 76. – Auch ein Mundvoll Speise, vom Vogel, der seinen Jungen Nahrung im Schnabel zuträgt, ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακ' ἐπεί κε λάβῃσιν, Il. 9, 324; od. nach anderen alten Erkl. μάστακι, mit dem Schnabel, vgl. Spitzner zur Stelle, u. Theocr. 14, 39, der offenbar Hom. nachahmte; Hesych. erkl. τὴν μεμασσημένην τροφήν. –In der Bdtg Mund auch bei sp. D., Agath. 6. 8 (V, 285. 294). – Bei den Späteren die Oberlippe u. der auf derselben wachsende Schnurrbart od. Schnauzbart, dorisch μύσταξ, w. m. s. – Auch eine Heuschreckenart, weil sie Alles verzehrt, Soph. frg. 642 bei Phot., Nic. Th. 802.

Greek (Liddell-Scott)

μάσταξ: -ᾰκος, ἡ (Λυκόφρ. 687), ἐνῷ τὸ Λακων. καὶ Δωρ. μύσταξ εἶναι ἀρσεν.· (μασάομαι)· - τὸ δι’ οὗ τις μασᾶται, τὸ στόμα, ἢ αἱ σιαγόνες, ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν, ἔφραττε τὸ στόμα διὰ τῶν χειρῶν του, Ὀδ. Δ. 287· οὕτως, ἑλεῖν ἐπὶ μάστακα χερσὶν Ψ. 76, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 136· ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασι Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μάστακι ποππύζων Ἀνθ. Π. 5. 285, πρβλ. 294. 16. 2) ἴδε ἐν λ. μύσταξ. II.= μάσημα, ἔνθεσις, «βουκιά», ἐν Ἰλ. Ι. 324, ἐπὶ πτηνοῦ τρέφοντος τὰ ἑαυτοῦ νεογνά, ὡς δ’ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακ’, ἐπεί κε λάβῃσι, - τὸ μάστακ’ λαμβάνεται ὡς ἡ αἰτ. μάστακα, ἴδε Εὐστ. 753. 62, Ἡσύχ., κλ., πρβλ. Θεόκρ. 14. 39· ἐνῷ ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς τὴν δοτ. μάστακι, διὰ τοῦ ῥάμφους του, Ἀπολλων. Λεξ. 445, Πλούτ. 2. 80Α, 494D. III. εἶδος ἀκρίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 642, Νικ. Θ. 802.

French (Bailly abrégé)

ακος (ἡ) :
1 bouche;
2 pâtée que les oiseaux donnent à leurs petits;
3 sorte de sauterelle vorace, insecte.
Étymologie: μάσσω.

English (Autenrieth)

ακος (μαστάζω, chew): mouth; a mouthful of food, Il. 9.324.

Greek Monolingual

μάσταξ, -ακος, ἡ (Α)
1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» — έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.)
2. μουστάκι
3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ'ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακ', ἐπεί κε λάβῃσι», Ομ. Ιλ.)
4. είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάσταξ (< μαθ-τ-αξ, πρβλ. πιστός < πι-θ-τός) συνδέεται με το ρ. μασῶ (< μαθ-jάω), αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο -τ-, εκτός αν θεωρηθεί παράγωγο ενός αμάρτυρου μαθ-τός > μαστός. Το εκφραστικό επίθημα του μάσταξ θυμίζει τα πόρταξ, μύλαξ, ενώ το ρ. μαστάζω τα βαστάζω, κλαστάζω.

Greek Monotonic

μάσταξ: -ᾰκος, ἡ, (μασάομαι),·
I. όργανο με το οποίο μασά κάποιος, στόμα, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτό που μασιέται, μπουκιά, μπουκίτσα, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μάσταξ: ᾰκος ἡ
1) рот: ἐπὶ μάστακα χερσὶ πιέζειν Hom. зажать рот руками;
2) пища в зобу Theocr.: ὡς δ᾽ ὄρνις νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακ᾽ (= μάστακα) Hom. словно птица приносит птенцам корм (v.l. μάστακι, т. е. в клюве);
3) саранча (неизвестная разновидность) Soph.

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: f.
Meaning: mouth, mouthfull, morsel (I 324), also metaph. locust (S. Fr. 716, Nic.; after Clitarch. ap. EM 216, 9 Ambraciotic), because of its voracity (cf. Strömberg Wortstudien 17 f.).
Derivatives: μαστάζω chew (Nic. Th. 918), συμ μάσταξ (Hippiatr.), with expressive byforms: 1. μασταρύζω (v.l. -ίζω) chew fervently, without uttering a word (of an old man, Ar. Ach. 689); cf. μασταρίζειν μαστιχᾶσθαι. καὶ τρέμειν. η σφοδρῶς η κακῶς μασᾶσθαι H., μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾶσθαι Phot.; formation like κελαρύζω, βατταρίζω etc. 2. μαστιχάω, only ptc. dat. sg. μαστιχόωντι (Hes. Sc. c389, verse-end) from anger chew violently = grind the teeth, foam (of a boar), μαστιχᾶσθαι H. s. μασταρίζειν (s. above; example ?); backformation μαστίχη f. the resin of the mastixtree (Com. Adesp., Thphr.) with μαστίχ-ινος (Dsc.), -ηρά f. plaster from mastich (Aet.; after ἐλαιηρός etc.; Chantraine Form. 232 f.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Both μάσταξ and μαστάζω, which must not belong to each other directly, go back on a τ-derivation beside the yot-present μασάομαι (from *μαθ-ι̯-?), μασ-τ- (from *μαθ-τ-?), of which the function remains unknown. With μαστάζω cf. βαστάζω, κλαστάζω (: κλά[σ]-ω) a. o. (Schwyzer 706); with the popular μάσταξ e.g. πόρταξ (: πόρτις), μύλαξ ( : μύλος); on this Chantraine Form. 377ff. The in the vowel deviating μέστακα την μεμασημένην τροφήν H. has certainly no (IE) old full grade *menth-to- (since Froehde BB 7, 330), but is just folketymologically re-shaped after μεστός ('mouthfull'). So if we start from μαθ-, the word is prob. of Pre-Greek origin.
See also: -- Weiteres s. μασάομαι.

Middle Liddell

μάσταξ, ακος, μασάομαι
I. that with which one chews, the mouth, Od.
II. that which is chewed, a mouthful, morsel, Il., Theocr.

Frisk Etymology German

μάσταξ: -ακος
{mástaks}
Grammar: f.
Meaning: Mund, Mundvoll, Atzung (ep. poet. seit I 324), auch übertr. Heuschrecke (S. Fr. 716, Nik.; nach Klitarch. ap. EM 216, 9 ambrakiotisch), wegen der Gefräßigkeit (vgl. Strömberg Wortstudien 17 f.).
Derivative: Daneben μαστάζω kauen (Nik. Th. 918), συμ ~ (Hippiatr.), mit expressiven Nebenformen: 1. μασταρύζω (v.l. -ίζω) eifrig kauen, ohne ein Wort hervorpressen zu können (von einem Greis, Ar. Ach. 689); vgl. μασταρίζειν· μαστιχᾶσθαι. καὶ τρέμειν. ἢ σφοδρῶςκακῶς μασᾶσθαι H., μαστηρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι Phot.; Bildung wie κελαρύζω, βατταρίζω u. a. 2. μαστιχάω, nur Ptz. Dat. sg. μαστιχόωντι (Hes. Sc. 389, Versende) vor Wut heftig kauen = mit den Zähnen knirschen, schäumen (von einem Eber), μαστιχᾶσθαι H. s. μασταρίζειν (s. oben; Vorbild ?); Rückbildung μαστίχη f. das Harz des Mastixbaumes (Kom. Adesp., Thphr. u. a.) mit μαστίχινος (Dsk. u. a.), -ηρά f. Pflaster aus Harz (Aet.; nach ἐλαιηρός u.a.; Chantraine Form. 232 f.).
Etymology : Sowohl μάσταξ wie μαστάζω, die nicht unmittelbar miteinander zusammenzuhängen brauchen, gehen auf eine dem Jotpräsens μασάομαι (aus *μαθι̯-) nebenher laufende τ-Erweiterung μαστ- (aus *μαθτ-) zurück, deren Funktion indessen unbekannt bleibt. Zu μαστάζω vgl. βαστάζω, κλαστάζω (: κλά[σ]-ω) u. a. (Schwyzer 706); zu dem volkstümlichen μάσταξ z.B. πόρταξ ( : πόρτις), μύλαξ ( : μύλος); dazu Chantraine Form. 377ff. Das im Vokal abweichende μέστακα·τὴν μεμασημένην τροφήν H. enthält gewiß keine alte Hochstufe *menth-to- (seit Froehde BB 7, 330), sondern ist lediglich nach μεστός (’Mundvoll’) volksetymologisch umgebildet. — Weiteres s. μασάομαι.
Page 2,182