προσπταίω

From LSJ
Revision as of 16:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπταίω Medium diacritics: προσπταίω Low diacritics: προσπταίω Capitals: ΠΡΟΣΠΤΑΙΩ
Transliteration A: prosptaíō Transliteration B: prosptaiō Transliteration C: prosptaio Beta Code: prosptai/w

English (LSJ)

Ep. ποτιπταίω Q.S.7.81:— A hurt by striking against a thing, injure, τὸ γόνυ Hdt.6.134; τὸν πόδα Plu. Ages.3: abs., bump oneself, Pl.R.604c; hurt one's foot, X.HG3.3.3; stumble, Ar.Pl.121; πρὸς τὸν οὐδόν Plu.TG17; ἐν τῇ ὁδῷ Thphr.Char. 15.8; πόδεσσι Q.S. l.c. 2 c. dat. objecti, stumble upon, strike against, τισὶν ὥσπερ προβόλοις D.10.63; τῷ νόμῳ Porph.Chr.30. 3 generally, to be checked, πνεῦμα προσπταῖον ἐν τῇ ἄνω φορῇ Hp.Acut. 42; of the tongue, Arist.Pr.905b30; προσπταίειν . . ποιεῖ τὸν ἀκροατήν Id.Rh.1409b19. II metaph., suffer check or disaster, opp. εὐτυχέω, Hdt.3.40; of shipwreck, π. περὶ τὸν Ἄθων Id.7.22; esp. fail in war, suffer defeat, ναυμαχίῃ Id.9.107; προσπταίσας μεγάλως Id.1.16, cf. 2.161, 5.62; πρὸς Τεγεήτας lost battles against them, Id.1.65; τῷ πεζῷ π. πρὸς τοὺς Βρύγους Id.6.45. III c. dat., offend, clash with, τῷ δήμῳ Plu.Per.32, cf. Cat.Mi.30.

German (Pape)

[Seite 779] anstoßen; τὸ γόνυ, Her. 6, 134; τὴν χεῖρα, τὸν πόδα, sich an die Hand, den Fuß stoßen, damit anstoßen, straucheln; auch πρός τι, πρὸς τὸν Ἄθων, Her. 7, 22, vgl. 6, 44; μὴ προσπταίσας τις χωλεύσῃ, Xen. Hell. 3, 3, 3. – Dah. übtr., unglücklich sein, bes. im Kriege, eine Niederlage erleiden, ναυμαχίῃ, in einer Seeschlacht, Her. 9, 107; μεγάλως προσπταῖσαι, 1, 16. 2, 161. 6, 95. 7, 170. 210; im Ggstz von εὐτυχεῖν, 3, 40; auch πρός τινα, gegen Einen Nachtheil, Verlust im Kriege daben, 1, 65. 6, 45; περί τινι, 9, 101, ἀλλὰ μὴ προσπταίσαντας καθάπερ παῖδας ἐν τῷ βοᾶν διατρίβειν, Plat. Rep. X. 604 c; Arist. Eth. 5, 9, Dem. 8, 61 ἀλλ' ἀνάγκη τούτοις ὡς προβόλοις προσπταίοντας ὑστερίζειν ἐκείνων; öfter bei Sp., wie Luc. u. Plut. – Auch τινί, bei Einem anstoßen, seinen Unwillen erregen, ihm Anlaß zur Feindschaft geben, Plut. Pericl. 32 Cat. min. 30.

Greek (Liddell-Scott)

προσπταίω: Δωρ. ποτιπταίω, Κόϊντ. Σμ. 7. 81· - προσκρούω, προσκόπτω, τὸ γόνυ Ἡρόδ. 6. 134· πρ. τὸν πόδα, προσκόπτω τὸν πόδα μου ἐναντίον πράγματός τινος, «σκοντάπτω», Πλουτ. Ἀγησ. 3· οὕτω πρ. πόδεσσι Κόϊντ. Σμ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἀπολ., προσκόπτω, Ἀριστοφ. Πλ. 121, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3, Πλάτ. Πολ. 604C. 3) μετὰ δοτ. ἀντικειμένου, προσκρούω ἐπί τινος, τινὶ Δημ. 104. ἐν τέλ. 4) ὡσαύτως ἑπομένης ἐμπροθέτου πτώσεως, π. περὶ τῶν Ἄθων, ἐπὶ πλοίων, προσκρούω, προσαράσσω, συντρίβομαι, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. 6. 44· πρ. πρὸς τὸν οὐδὸν Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 17· ἐν τῇ ὁδῷ Θεοφρ. Χαρ. 15. 5) καθόλου ἐπὶ τῆς πνοῆς, πνεῦμα ἐν τῇ ἄνω φορῇ προσπταίει, ἐμποδίζεται, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 391· ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἀριστ. Προβλ. 11. 60· προσπταίειν... ποιεῖ τὸν ἀκροατήν, ἀγανακτεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 6. ΙΙ. μεταφ., ἀποτυγχάνω, ἀντίθετ. τῷ εὐτυχέω, Ἡρόδ. 3. 40., 5. 62· μάλιστα ἀποτυγχάνω ἐν πολέμῳ, ἡττῶμαι, ναυμαχίῃ 9. 107· μεγάλως προσπταῖσαι 1. 16., 2. 161, κλπ.· πρὸς Τεγεήτας μούνους προσέπταιον, ἠτύχουν, δὲν ἀνεδεικνύοντο νικηταί, 1. 65· τῷ πεζῷ προσπταίσας πρὸς τοὺς Βρύγους, ἀτυχήσας, 6. 45. ΙΙΙ. πρ. τινί, συγκρούομαι πρός τινα, ὡς δὲ διὰ Φειδίου προσέπταισε τῷ δήμῳ Πλουτ. Περικλ. 32, Κάτων Νεώτ. 30.

French (Bailly abrégé)

A. tr. heurter contre : τὸ γόνυ HDT se heurter le genou;
B. intr. I. se heurter : τῷ ποδὶ λίθῳ LUC heurter du pied contre une pierre ; πρός τι ou τινί se heurter contre qch;
II. fig.
1 être déçu;
2 se heurter contre, choquer, offenser, τινι;
3 abs. éprouver un échec.
Étymologie: πρός, πταίω.

Greek Monolingual

και επικ. και δωρ. τ. ποτιπταίω Α
1. πληγώνω κάτι με την πρόσκρουση του πάνω σε κάτι άλλο («προσπταίσας τις τὸν πόδα», Πλούτ.)
2. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάτι, σκοντάφτω
3. (για πλοία) συντρίβομαι, ναυαγώ («ὡς προσπταισάντων τῶν πρώτων περιπλεόντων περὶ τὸν Ἄθων», Ηρόδ.)
4. εμποδίζομαι, συγκρατούμαι ή σταματώ
5. δίνω σε κάποιον αφορμή για έχθρα ή έριδα
6. μτφ. α) υφίσταμαι δυστυχία, συμφορά
β) υφίσταμαι ήττα, ηττώμαι («προσπταίσας τῇ ναυμαχίῃ», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + πταίω «σκοντάφτω, προσκρούω»].

Greek Monotonic

προσπταίω: μέλ. -σω,
I. προσκρούω σε κάποιο πράγμα, σκοντάφτω, στραμπουλίζω, τὸ γόνυ, σε Ηρόδ.· προσπταίω τὸν πόδα, σκοντάφτω εμπρός, σκουντουφλώ, σε Πλούτ.· απόλ., παραπατώ, κουτσαίνω, σε Αριστοφ., Ξεν.· με δοτ., προσκρούω, χτυπώ πάνω σε, τινί, σε Δημ.· λέγεται για πλοία, συντρίβομαι, καταστρέφομαι, προσαράζω, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., αποτυγχάνω, ιδίως στον πόλεμο, νικιέμαι, στον ίδ.
III. προσπταίω τινί, προσβάλλω, συγκρούομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσπταίω:
1) спотыкаться, ушибаться (τῷ ποδὶ λίθῳ Luc.): π. πρὸς τὸν οὐδόν Plut. споткнуться о порог;
2) наталкиваться, натыкаться, терпеть кораблекрушение: π. περὶ τὸν Ἄθων Her. терпеть кораблекрушение близ берегов Афона;
3) повреждать (себе) (τὸ γόνυ Her.; τὸν πόδα Plut.);
4) быть неприятно пораженным: τὸ μικρὸν τοῦ περιόδου π. ποιεῖ πολλάκις τὸν ἀκροατήν Arst. (чрезмерная) краткость предложений часто коробит слушателя;
5) нести урон, терпеть поражение (ναυμαχίῃ Her.): π. πρός τινας Her. быть разбитым (в сражении с) кем-л.;
6) задевать, раздражать, наносить обиду (τινί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πταίω stoten (tegen), bezeren:; τὸ γόνυ π. zijn knie bezeren Hdt. 6.134.2; π. τὸν πόδα zijn been stoten Plut. Ages. 3.8; met dat..; προβόλοις π. op de klippen lopen Dem. 10.63; π. λίθῳ tegen een steen stoten Luc. 27.21; met prep. bep..; προσέπταισε πρὸς τὸν οὐδόν hij struikelde over de drempel Plut. TG et CG 17.3; overdr. botsen met:; προσέπταισε τῷ δήμῳ hij botste met het volk Plut. Per. 32.6; abs., overdr. op het verkeerde been gezet worden; Aristot. Rh. 1409b19; geneesk.. πνεῦμα προσπταῖον haperende ademhaling Hp. Acut. 42. ongeluk hebben; spec. nederlaag lijden:. π. ναυμαχίῃ in een zeeslag een nederlaag lijden Hdt. 9.107.3; τῷ πεζῷ... προσπταίσας... μεγάλως omdat hij met het landleger een zware nederlaag geleden had Hdt. 6.45.2.

Middle Liddell

fut. σω
I. to strike against a thing, to sprain, τὸ γόνυ Hdt.; πρ. τὸν πόδα to stumble along, halt, limp, Plut.:—absol. to stumble, limp, Ar., Xen.:—c. dat. to stumble upon, strike against, τινί Dem.:—of ships, to be wrecked, Hdt.
II. metaph. to fail, especially in war, to suffer a defeat, Hdt.
III. πρ. τινί to offend, clash with, Plut.