ἀγνώς

From LSJ
Revision as of 18:07, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγνώς Medium diacritics: ἀγνώς Low diacritics: αγνώς Capitals: ΑΓΝΩΣ
Transliteration A: agnṓs Transliteration B: agnōs Transliteration C: agnos Beta Code: a)gnw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, (γνῶναι): I Pass., unknown, mostly of persons, ἀγνῶτες ἀλλήλοις Od.5.79; ἀγνὼς πρὸς ἀγνῶτ' εἶπε A.Ch.677, cf. Supp.993, S.Ph.1008; ἀγνὼς πατρί = clam patre, E.Ion14: in Prose, ἀγνὼς τοῖς ἐν τῇ νηΐ Th.1.137, cf. Pl.R.375e, etc. b of things, obscure, unintelligible, ἀγνὼς φωνὴ βάρβαρος A.Ag.1051, cf. S.Ant.1001; ἀγνὼς δόκησις = vague suspicion, dark suspicion, Id.OT681. 2 obscure, ignoble, ἀγνὼς ἀκλεής E.IA18; οὐκ ἀγνὼς νίκαν = a victory not unknown to fame, Pi.I.2.12; ἀγνὼςδιὰ νεότητα Jul.Or.3.116b. II Act., ignorant, S.OT1133; ἀγνὼς τί δύναται . . X.Oec.20.13. III c. gen., where the sense fluctuates between Pass. and Act., [χθὼν] οὐκ ἀγνὼς θηρῶν Pi.P.9.58, cf. I.2.30; ἀγνῶτες ἀλλήλων Th.3.53; ὁ ἀγνὼς τῶν λόγων Arist.SE178a26.

German (Pape)

[Seite 18] ῶτος, 1) ungekannt, οὐκ ἀγνῶτες ἀλλήλοις Od. 5, 79, sie kennen sich einander wohl (ἅπαξ εἰρημ.); ebenso Trag. (ἀγνὼς πατρί, heimlich vor dem Vater, Eur. Ion. 14) u. in Prosa oft mit dem dat. wie Thuc. 1, 137; Plat. setzt Rep. II, 375 e den συνήθεις καὶ γνώριμοι die ἀγνῶτες entgegen, wie die ἔνδοξοι Din. 1, 111; ἀγνῶτες, ὁποῖοί τινές εἰσι Dem. 38, 20; καὶ ἀφανής Luc. somn. 11. – 2) nicht kennend, unkundig, Soph. O. R. 1133, (ja 677 geht es in die Bdtg von ἀγνώμων, hart, über); θηρῶν Pind. P. 9, 58; κώμων I. 2, 30; ἀλλήλων Thuc. 3, 53, wie Plat. Legg. VI, 751 d; Xen. Oec. 20, 13. – Ein compar. ἀγνώστερος, rhett. graec. I p. 471, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνώς: ῶτος, ὁ, ἡ, (γιγνώσκω, γνῶναι, πρβλ. Lob. de Adject. immobil. 4. 7): Ι. παθ., ἄγνωστος, μάλιστα ἐπὶ προσώπων· ἀγνῶτες ἀλλήλοις, Ὀδ. Ε. 79· ἀγνὼς πρὸς ἀγνῶτ’ εἶπε, Αἰσχύλ. Χο. 677. πρβλ. Ἱκ. 993, Σοφ. Φ. 1008· ἀγνὼς πατρί, clam patre, Εὐρ. Ἴων 14· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἀγν. τοῖς ἐν τῇ νηΐ, Θουκ. 1. 137, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 375Ε, καὶ ἀλλ. β) ἐπὶ πραγμάτων, σκοτεινός, ἀσαφής, ἀκατάληπτος, φωνή, φθόγγος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1051· Σοφ. Ἀντιγ. 1001, ἀγν. δόκησις, σκοτεινὴ ἀσαφὴς ὑπόνοια, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 681. 2) οὐχὶ γνωστός, ἄσημος, ἄγνωστος· ἀγν., ἀκλεής, Εὐρ. Ι. Α. 19· οὐκ ἀγνῶτα νίκαν, νίκην οὐχὶ ἄγνωστον εἰς τὴν φήμην, Πινδ. Ι. 2, 19. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνοῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1133· σοῦ μὲν τυχὼν ἀγνῶτος, ἀνικάνου εἰς τὸ νὰ μὲ ἐκτιμήσῃς, ὁ αὐτ. 677· ἀγνώς, τί δύναται ..., Ξεν. Οἰκ. 20. 13. ΙΙΙ. μ. γεν., ὅτε ἡ σημασία κυμαίνεται μεταξὺ παθ. καὶ ἐνεργ., χθὼν οὐκ ἀγν. θηρῶν, Πινδ. ΙΙ. 9. 103, πρβλ. Ι. 2, 44· ἀγνῶτες ἀλλήλων, Θουκυδ. 3. 53· ὁ ἀγν. τῶν λόγων, Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 22. 4.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
I.  1 inconnu de, τινι;
2 qui agit à l’insu de, τινι;
3 qu’on ne peut reconnaître, inintelligible, obscur;
II. 1 qui ne sait pas, ignorant ; σοῦ τυχὼν ἀγνῶτος SOPH t’ayant rencontré, toi qui ne me connais pas, qui ne peux me juger ; ἀγνώς τινος, qui ne connaît pas qqn ou qch;
2 qui ne reconnaît pas qqn.
Étymologie: , γιγνώσκω.

English (Autenrieth)

unknown, Od. 5.79†.

English (Slater)

ἀγνώς
   1 ignorant (always negatived) c. gen. “ἵνα οἱ χθονὸς αἷσαν δωρήσεται, οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν.” (P. 9.58) καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.30) [[[οὐκ]] ἀγνῶτ' ἀείδω (v.l. ἄγνωτ) (I. 2.12) ]

Spanish (DGE)

-ῶτος
I 1desconocido c. dat. ἀγνῶτες ἀλλήλοισι Od.5.79, Arist.Pol.1313b5, παῖδ' ἀγνῶτ' ἐμοί S.Ph.1008, cf. Pl.Ep.310d, R.375e, τοῖς ἐκεῖ X.HG 1.6.4
desconocido, inadvertido πατρί E.Io 14, τοῖς ἐν τῇ νηΐ Th.1.137, ἀγνῶθ' ὅμιλον A.Suppl.993
en gener. abs. o c. constr. prep. desconocido οὐκ ἀ. εἰμι Gorg.B 11a.36, ἀγνὼς πρὸς ἀγνῶτ' εἶπε A.Ch.677, cf. Ar.Ec.640, νέος ... καὶ ἀ. Pl.Euthphr.2b.
2 obscuro, no glorioso ἀ. ἀκλεής E.IA 18.
3 incierto, inseguro δόκησις ἀ. λόγων S.OT 681.
II 1ininteligible, incomprensible ref. a la lengua φωνὴν βάρβαρον A.A.1051, φθόγγος ὀρνίθων S.Ant.1001, αἱ μὲν οὖν γλῶτται ἀγνῶτες, τὰ δὲ κύρια ἴσμεν Arist.Rh.1410b12.
2 irreconocible ποιήσας τὸν Ὀδυσσέα πᾶσι μὲν τοῖς οἰκείοις ... ἀγνῶτα S.E.P.1.68.
III 1desconocedor, ignorante c. gen. οὐκ ἀγνῶτες ... δόμοι ... κώμων ... ἐρατῶν nuestros palacios no desconocen los amables cantos triunfales Pi.I.2.30, χθονὸς αἶσαν ... οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν un lote de tierra que conoce la caza Pi.P.9.58, ἀ. ἀλλήλων Th.3.53, Pl.Lg.751d, λόγων Arist.SE 178a26, del terreno, Aen.Tact.16.19
abs. ἀλλ' ἐγὼ σαφῶς ἀγνῶτ' ἀναμνήσω a él, que no (me) reconoce, le haré recordar claramente S.OT 1133, ἀ. τί δύναται φέρειν ἡ γῆ X.Oec.20.13 de seres primitivos, D.Chr.12.29.
2 que no comprende, incomprensivo σοῦ μὲν τυχὼν ἀγνῶτος, ἐν δὲ τοῖσδ' ἴσος S.OT 677.
• Etimología: Cf. γιγνώσκω.

Greek Monotonic

ἀγνώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (γιγνώσκω
I. 1. Παθ., άγνωστος, λέγεται κατεξοχήν για πρόσωπα, σε Αισχύλ.· ἀγνὼς πατρί, Λατ. clam patre, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για πράγματα, άγνωστος, σκοτεινός, μπερδεμένος, δυσνόητος, ασαφής, ακατάληπτος, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἀγνὼς δόκησις, σκοτεινή υποψία, υπόνοια, στον ίδ.
2. μη γνωστός, άγνωστος, άσημος, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν γνωρίζει, αυτός που αγνοεί, ο μη πληροφορημένος, σε Σοφ.
III. με γεν., όπου η σημασία κυμαίνεται μεταξύ Παθ. και Ενεργ., ἀγνῶτες ἀλλήλων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγνώς: ῶτος adj.
1) неизвестный, незнакомый, неведомый (τινι Hom., Trag., Thuc., Plat.): ἀ. πρὸς ἀγνῶτ εἶπε Aesch. он, будучи (мне) незнаком и сам (меня) не зная, заговорил; ἀ. πατρί Eur. тайком от отца; δόκησις ἀ. Soph. неясное (смутное) подозрение;
2) безвестный: οὐκ ἀ. Pind. небезызвестный, славный; βίον ἐξεπέρασ᾽ ἀ. Eur. он провел свою жизнь в безвестности;
3) незнающий, незнакомый: ἀ. τινος Pind., Theocr., Arst. незнакомый с кем(чем)-л.; ἀγνῶτ᾽ ἀναμνήσω νιν Soph. я напомню ему, если он забыл; ἀ. τί δύναται φέρειν ἡ γῆ Xen. не знающий, что может производить земля.

Middle Liddell

γιγνώσκω
I. pass. unknown, of persons, Aesch.; ἀγνὼς πατρί clam patre, Eur.: of things, unknown, obscure, unintelligible, Aesch., Soph.; ἀγν. δόκησις a dark suspicion, Soph.
2. not known, obscure, ignoble, Eur.
II. act. not knowing, ignorant, Soph.
III. c. gen., where the sense fluctuates between pass. and act., ἀγνῶτες ἀλλήλων Thuc.

English (Woodhouse)

unknown, a stranger to

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search