ἐκποδών

From LSJ
Revision as of 11:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκποδών Medium diacritics: ἐκποδών Low diacritics: εκποδών Capitals: ΕΚΠΟΔΩΝ
Transliteration A: ekpodṓn Transliteration B: ekpodōn Transliteration C: ekpodon Beta Code: e)kpodw/n

English (LSJ)

Adv., (ἐκ ποδῶν) opp. ἐμποδών, A away from the feet, i.e. out of the way, away, ἐ. ἀπαλλάσσεσθαι depart and get away, Hdt.8.76; ἐ. σταθῆναι stand aside, A.Ch.20; ἀποστῆναι E.Hel.1023, etc.; ἐ. εἶναι Hdt.6.35; γενέσθαι X.HG6.5.38; ἐ. σαυτὸν ἔχειν, ἄγειν τινά, A.Pr. 346, S.Ant.1321 (lyr.); ἐᾶν Ar.Ach.305; ἄναγε σεαυτὸν ἐ. Id.Ra.853: abs., ἐκποδών out of the way! Id.Ach.240, V.1341: c.dat., ἐ. χωρεῖν τινί to get out of his way, E.Hec.52, etc.; ἐ. στῆναι ἀμφοτέροις Th.1.40; ἐκποδὼν εἶναι νέοις E.Supp.1113, cf.And.1.135; ἐκποδὼν τὰ ὄντα, τὰς ἐπιβουλὰς ποιεῖσθαι, X.Cyr.3.1.3, Isoc.4.173, etc.; ἐ. λέγειν declare away or removed, A.Eu.453: c.gen., ἐ. χθονός far from it, E.Ph. 978; ἐ. εἶναί or ἔχειν τινός, to be or keep free from a thing, X.Cyr.5.4.34, E.IT1226; τὸ μὲν σὸν ἐ. ἔστω λόγου be thou banished from my words, Id.Med.1222.

German (Pape)

[Seite 775] (ἐκ ποδῶν), vor den Füßen weg, aus dem Wege, fort, fern; ἐκποδὼν σταθῶμεν Aesch. Ch. 20; ἡσύχαζε σαυτὸν ἐκποδὼν ἔχων, dich fern haltend, Prom. 344; εἶναι Soph. Ai. 979, fern sein (vgl. Her. 6, 35 u. Xen. Cyr. 5, 4, 34, τινός, wie Eur. Phoen. 978); ἄγειν τινά, fortführen, Ant. 1306, wie ἄπαγε σεαυτὸν ἐκπ., pack dich fort, Ar. Ran. 853, vgl. Th. 36 Pax 1264; ἐκπ. χωρήσομαι Ἑκάβῃ, aus dem Wege gehen, Eur. Hec. 52; Or. 548; τῇ ξυμφορᾷ, der Gefahr aus dem Wege gehen, Bacch. 1148; ἐκπ. ἀπαλλάττεσθαι, fortgehen, Her. 8, 75; τὸ δὲ κακὸν ἐκπ. ἀπέλθοι Plat. Lys. 220 c; ἐκπ. στῆναι ἀμφοτέροις, von beiden Parteien sich fern halten, Thuc. 1, 40; ἐκπ. ποιεῖσθαι, aus dem Wege räumen, ἐπιβουλάς Isocr. 4, 173; τὰ ὄντα Xen. Cyr. 3, 1, 3; τὴν πλεονεξίαν Plut. Num. 3; auch ποιεῖν, oft Pol.; geradezu für tödten, Xen. An. 1, 6, 9 u. öfter; φροντίδ' ἐκποδὼν λέγω, durch Reden beseitigen, Aesch. Eum. 431; οὐκ εἰς κόρακας τὼ χεῖρ' ἀποίσεις ἐκποδὼν ἀπό τινος Nicopho bei Schol. Ar. Av. 1283. Vgl. den Ggstz ἐμποδών.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκποδών: ἐπίρρ., (ἐκ ποδῶν) ἀντίθετον τῷ ἐμποδών, μακρὰν ἀπὸ τῶν ποδῶν, ἔξω τῆς ὁδοῦ, μακράν, ἐκπ. ἀπαλλάσσεσθαι, ἀπέρχεσθαι, Ἡρόδ. 8. 76· ἐκπ. σταθῆναι Αἰσχύλ. Χο. 20· ἀποστῆναι Εὐρ. Ἑλ. 1023, κτλ.· ἐκπ. εἶναι Ἡρόδ. 5. 35· γίγνεσθαι ἀπιέναι, οἴχεσθαι, κτλ.· Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 38, κτλ.· ἐκπ. ἔχειν, ἄγειν τινὰ Αἰσχύλ. Πρ. 344, Σοφ. Ἀντ. 1321· ἐᾶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 305· ἄπαγε σεαυτὸν ἐκπ., «ξεκουμπίσου», ὁ αὐτ. Βάτρ. 853· ἀπολ., ἐκποδών, «ἔξω ἀπὸ τὴν μέσην», ὁ αὐτ. Ἀχ. 240, Σφ. 1341· μετὰ δοτ., γεραιᾷ δ’ ἐκποδὼν χωρήσομαι, θ’ ἀποσυρθῶ ἀπ’ ἐμπρός της, Εὐρ. Ἑκ. 52, κτλ.· ἐκπ. στῆναί τινι Θουκ. 1. 40· ἐκποδὼν εἶναι νέοις Εὐρ. Ἱκ. 1113· πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 37· ἐκποδὼν ποιεῖσθαί τινα ἤ τι, «βγάζω ἀπὸ τὴν μέσην», Ξεν. Κύρ. 3. 1, 3, Ἰσοκρ. 76Ε, κτλ.· ταύτην μὲν οὕτω φροντίδ’ ἐκποδὼν λέγω, τούτου μὲν τοῦ μελήματος λέγω ὅτι οὕτως ἀπηλλάγην, Αἰσχύλ. Εὐμ. 453· - μετὰ γεν., ἐκπ. χθονός, μακρὰν αὐτῆς, Εὐρ. Φοίν. 978· ἐκπ. εἶναι ἢ ἔχειν τινός, εἶναι ἢ διατελεῖν μακράν τινος, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 34, Εὐρ. Ι. Τ. 1226· τὸ μὲν σὸν ἐκπ. ἔστω λόγου, μακρὰν ἀπὸ τοὺς λόγους μου, ὁ αὐτ. Μήδ. 1222.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
loin, loin de (litt. hors des pieds) : ἐκποδὼν ἀπαλλάσσεσθαι HDT quitter un pays et s’en aller au loin ; ἐκποδὼν ἔχειν ἑαυτόν ESCHL se tenir éloigné ; ἐκποδὼν εἶναι HDT être éloigné ; ἐκποδὼν εἶναί τινος XÉN être loin de qch ; ἐκποδὼν στῆναί τινι THC rester ou être éloigné de qqn ; ἐκποδὼν γίγνεσθαι XÉN s’éloigner de qqn, ne plus l’embarrasser, mourir ; ἐκποδὼν ἄγειν τινά SOPH, ποιεῖσθαί τινα ou τι XÉN éloigner qqn ou qch, se débarrasser de qqn ou de qch.
Étymologie: ἐκ, πούς.

Spanish (DGE)

adv.
I 1aparte, a un lado σταθῶμεν ἐ. apartémonos A.Ch.20, ἀλλὰ δεῦρο πᾶς ἐ. ¡todo el mundo aquí a un lado! Ar.Ach.240, ἐγὼ δ' ἀποστᾶσ' ἐ. σιγήσομαι E.Hel.1023
aparte, al margen ἡσύχαζε σαυτὸν ἐ. ἔχων A.Pr.344, τοὺς μὲν Λάκωνας ἐ. ἐάσατε Ar.Ach.305, cf. Lys.13.7.
2 lejos φεύγουσιν ἐ. θεούς E.Hipp.457, εἰ ... τὸ ... κακὸν ἐ. ἀπέλθοι Pl.Ly.220c, cf. E.Hipp.708, ἐ. ἀποθέμενος ἃ παρ' ἀμφοῖν ἤκουσα λεγόντοιν Luc.Am.5, ἀπίτωσαν ἐ. Luc.Herm.35
esp. c. ἀπαλλάσσεσθαι reforzando su sign. alejarse οἱ μὲν δὴ ἐ. ... ἀπαλλάσσονται Hdt.2.86, cf. 8.76, Men.Asp.245, D.C.18.11, cf. Luc.Tyr.8
c. otros verb. ἄγετέ μ' ἐ. llevadme lejos S.Ant.1321, ἀπὸ τῶν χαλαζῶν ... ἄναγε σεαυτὸν ἐ. Ar.Ra.853, ὡς οἰκῶν ἐ. Pl.Grg.521c
c. verbo ‘ser’ u or. nom. ἐ. εἶναι Hdt.6.35, ταύτην ... φροντίδ' ἐ. λέγω afirmo que esa preocupación está lejos A.Eu.453, ἐ. ἡμῖν γενοῦ ponte lejos de nosotros, Com.Adesp.1017.90, cf. X.HG 6.5.38, Lys.30.12, Philostr.VA 5.29, D.C.38.17.6.
II c. gen. de lugar o de cosa o c. dat. de pers. lejos de χθονὸς τῆσδε ἐ. E.Ph.978, οἴκαδε δεῦρ' ἀπιόντες τούτων ἐ. ἦμεν X.Cyr.5.4.34, ἐ. δ' αὐδῶ πολίταις τοῦδ' ἔχειν μιάσματος ordeno a los ciudadanos que se alejen de esta contaminación E.IT 1226, καί μοι τὸ μὲν σὸν ἐ. ἔστω λόγου y que esté lejos de mi discurso lo que te concierne E.Med.1222, fig. δύνανται δὲ οἷσι τά τε τῆς παιδείης μὴ ἐ. y tienen capacidad quienes no carecen de formación Hp.de Arte 9, c. dat. ἐ. χωρήσομαι Ἑκάβῃ E.Hec.52, ἐ. στῆναι ἀμφοτέροις Th.1.40, ἐ. εἶναι νέοις E.Supp.1113, δεῖ οὖν τοῦτον ἐ. ἡμῖν εἶναι And.Myst.135, ὅπως ... μετὰ τιμῆς ἐ. δὴ τῷ Κλωδίῳ γένηται D.C.38.15.2, c. compl. circunstancial ἀπὸ τῶν χαλαζῶν ... ἄναγε σεαυτὸν ἐ. Ar.Ra.853.
III 1c. ποιεῖν y ac. de pers. deshacerse de alguien τοῦτον δ[ὴ σ] κοποῦσιν ὅπω[ς ἐ] κ παντὸς τρόπ[ου ἐκ] ποδὼν ποιήσουσιν Hyp.Dem.14.23, τοὺς ἐπιφανεῖς ἄνδρας ἐ. ποιῆσαι deshacerse de los hombres ilustres Plb.15.25.15, cf. 23, τόν τε Κάτωνα ἐ. ... ποιήσασθαι D.C.38.30.5, ἔκρινεν αὐτὸν ἐ. ποιήσασθαι D.S.18.23.
2 c. ποιεῖν y ac. de cosa o abstr. poner lejos o a salvo βουλόμενοι τὰ ὄντα ἐ. ποιεῖσθαι queriendo poner sus posesiones a salvo X.Cyr.3.1.3, δεῖ ... τὰς ἐπιβουλὰς ἐ. ποιησαμένους ... τοῖς ἔργοις ἐπιχειρεῖν Isoc.4.173, ὁ δὲ τὴν δαιμονίαν ταύτην φύσιν ἐ. ποιούμενος el que rechaza esa naturaleza divina Attic.3.27.

Greek Monolingual

ἐκποδών (AM)
επίρρ.
1. έξω από τα πόδια τών άλλων, μακριά απο τους άλλους («ἐκποδὼν διατρίβω, ἵσταμαι κ.λπ.»)
2. έξω απ' τα πόδια κάποιου, μακριά από κάποιον, χωρίς να ενοχλείται κάποιος («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῦδ' ἔχων μιάσματος»)
3. (με προστ.) δηλώνει βίαιη αποπομπή, εκδίωξη με σκαιὸ τρόπο («ἐκποδών» — ή «ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών»)
ξεκουμπίσου
4. φρ. (i) «ἐκποδὼν ποιοῦμαί τινα»
α) απαλάσσομαι από κάποιον
β) κάνω κάποιον ανίκανο να μέ βλάψει
γ) θανατώνω
(ii) «ἐκποδὼν ποιοῦμαί τι» — καταστρέφω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπικό επίρρ. < εκ ποδών με μεταβολή του περισπώμενου τόνου της γενικής ποδών (< πους) σε οξύ, ήτοι με προχωρητική κίνηση του τόνου στον β' χρόνο της λήγουσας (πρβλ. και εμποδών)].

Greek Monotonic

ἐκποδών: επίρρ. (ἐκ ποδῶν) αντίθ. προς το ἐμποδών, μακριά από την πεπατημένη οδό, δηλ. έξω απ' το δρόμο, παράμερα, κατά μέρος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· με δοτ., ἐκπ. χωρεῖν τινι, αποφεύγω κάποιον, σε Ευρ.· ἐκποδὼν ποιεῖσθαι, βγάζω από τη μέση, ξεπαστρεύω, σκοτώνω, σε Ξεν.· με γεν., ἐκπ. χθονός, απομακρύνω από αυτή, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: out of the way, away, far (Ion.-Att.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἐκ ποδῶν with accentshift (Schwyzer 389δ and 625: 12. Cf. ἐμποδών.

Middle Liddell

[ἐκ ποδῶν]
opp. to ἐμποδών, away from the feet, i. e. out of the way, Hdt., Aesch., etc.:— c. dat., ἐκπ. χωρεῖν τινι to get out of his way, Eur.: —ἐκποδὼν ποιεῖσθαι to put out of the way, Xen.: c. gen., ἐκπ. χθονός far from it, Eur.

Frisk Etymology German

ἐκποδών: {ekpodṓn}
Meaning: aus dem Wege, fort, fern (ion. att.).
Etymology: Zusammenrückung aus ἐκ ποδῶν mit Akzentverschiebung (Schwyzer 389δ und 625: 12; ältere Lit. bei Bq). Vgl. ἐμποδών.
Page 1,477

English (Woodhouse)

away, outside, free from, out of the way, outside of, aloof

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)