κερματιστής
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
οῦ, ὁ, money-changer, Ev.Jo.2.14.
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ, Geldwechsler, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κερματιστής: -οῦ, ὁ, ἀργυραμοιβός, Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 14· πρβλ. κολλυβιστής.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
changeur de monnaie.
Étymologie: κερματίζω.
English (Strong)
from a derivative of κέρμα; a handler of coins, i.e. money-broker: changer of money.
English (Thayer)
κερματιστου ὁ (κερματίζω) (to cut into 'small pieces, to make small change)), a money-changer; money-broker: ἱερόν, and Edersheim, Jesus the Messiah, i. 244 f)) in the temple at Jerusalem were the seats of those who sold such animals for sacrifice as had been selected, examined, and approved, together with incense, oil, and other things needed in making offerings and in worship; and the magnitude of this traffic had introduced the banker's or broker's business; (cf. BB. DD. under the word Money-changers>; especially Edersheim as above, p. 367ff). (Nicet. annal. 7,2, p. 266, Bekker edition; Max. Tyr. diss. 2, p. 15, Markland edition.)
Greek Monolingual
ο (Α κερματιστής) κερματίζω
νεοελλ.
αυτός που διαμελίζει, που κόβει κάτι σε κομμάτια, που κατακόβει σε τεμάχια
αρχ.
αυτός που αλλάζει νομίσματα, αργυραμοιβός, σαράφης.
Greek Monotonic
κερματιστής: -οῦ, ὁ (κερματίζω), αργυραμοιβός, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερματιστής -οῦ, ὁ [κερματίζω] geldwisselaar.
Russian (Dvoretsky)
κερμᾰτιστής: οῦ ὁ меняла NT.
Middle Liddell
κερματιστής, οῦ, κερματίζω
a money-changer, NTest.
Chinese
原文音譯:kermatist»j 咳而馬提士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:修剪(的人)
字義溯源:兌換銀錢者,銀行家,修剪者;源自(κέρμα)=修剪);而 (κατέχω)出自(κείρω)*=剪)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 兌換銀錢(1) 約2:14