διεῖπον
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
in Hom. also διαεῖπον (v. infr.), serving as aor. 2 to διαγορεύω:—A tell fully or distinctly, μεμιγμένοι… ἦ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Il.10.425; τρόπον πόνων S.Tr.22; declare, of an oracle, Id.OT854; interpret a riddle, ib.394, cf. Pl.Plt.275a. 2 speak one with another, converse, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Od.4.215. II Med., fix upon, agree, διειπάμενος ἐν ᾧ [χρόνῳ] ἀποδώσει Arist.Oec.1351b5: abs., Id.EE1243a31, Leg.Gort.9.27.
Greek (Liddell-Scott)
διεῖπον: παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως διαεῖπον (ὃ ἐ. διαϝεῖπον), χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ διαγορεύω· - λέγω ἐντελῶς, λέγω ἀνελλιπῶς ἢ σαφῶς, τὰ ἕκαστα διείπομεν Ἰλ. Λ. 705, Ὀδ. Μ. 16· μεμιγμένοι…, ἢ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Ἰλ. Κ. 425· τὸ αἴνιγμα δ. Σοφ. Ο. Τ. 394· τρόπον πόνων ὁ αὐτ. Τρ. 22· διακηρύττω, προλέγω ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 854· ἑρμηνεύω αἴνιγμα ἢ γρῖφον, αὐτόθι 394· οὕτω παρὰ Πλάτ. 2) ὁμιλῶ ἀμοιβαίως, διαλέγομαι, συνομιλῶ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Ὀδ. Δ. 215. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁρίζω τι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, συμφωνῶ, ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 1, πρβλ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 22. - Πρβλ. διερῶ, διείρηκα.
French (Bailly abrégé)
1 expliquer clairement, acc.;
2 déclarer en parl. d’un oracle;
3 dire en échange, échanger des paroles, s'entretenir : ἀλλήλοισιν OD les uns avec les autres.
Étymologie: διά, εἶπον.
2v. διέπω.
English (Autenrieth)
(ϝεῖπον), inf. διαειπέμεν, imp. δίειπε: tell or talk over fully, Il. 10.425 and Od. 4.215.
Spanish (DGE)
v. διαλέγω.
Greek Monotonic
διεῖπον: στον Όμηρ. επίσης δια-εῖπον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του διαγορεύω·
1. λέω εντελώς, μιλώ ολοκληρωμένα ή με σαφήνεια, σε Όμηρ., Σοφ.· εξηγώ, ερμηνεύω αίνιγμα ή γρίφο, στον ίδ.
2. μιλώ, συζητώ με κάποιον άλλο, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Οδ. (μέλ. δι-ερῶ, Παθ. αόρ. αʹ δι-ερρήθην).
Russian (Dvoretsky)
διεῖπον:
I [aor. 2 к διαγορεύω
1) поговорить, побеседовать (ἀλλήλοισιν Hom.);
2) обстоятельно рассказать (τι Plat.);
3) возвестить, предсказать (φόνος, ὃν Λοξίας διεῖπε χρῆναι θανεῖν Soph.);
4) разгадать (τὸ αἴνιγμα Soph.);
5) med. установить, определить (ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει, sc. τὰ χρήματα Arst.).
II impf. к διέπω.
Middle Liddell
in <bibl>Hom.</bibl> also δια-εῖπον The fut. is δι-ερῶ aor1 pass. δι-ερρήθην. [serving as aor2 to διαγορεύω
1. to say through, tell fully or distinctly, Hom., Soph.: to interpret a riddle, Soph.
2. to speak one with another, converse, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Od.