ἀπόκρισις
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
εως, ἡ,
A separation, Anaxag.4; κάθαρσις ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Pl. Def.415d.
2 Medic., excretion or secretion, γονῆς Hp.Genit.2, σιτίων Vict.4.93, cf. Arist.HA582a4, Pr.878a23, etc.; ἀπόκρισις σπερματική, ἀπόκρισις περιττωματική, PA681b35; σπέρματος Epicur.Nat.Herc.908.3.
3 ἀπόκρισις νοσηρή = exhalation, miasma, Hp.Nat.Hom.9.
II (from Med.) decision, answer, first in Thgn.1167, cf. Hdt.1.49, 5.50 codd. (ὑπόκρισις edd.), Hp.Decent. 3, Steril.213, E.Fr.977; ἀπόκρισις πρὸς τὸ ἐρώτημα Th. 3.60, cf. X.Hier.1.35.
2 defence, Antipho 5.65.
3 rescript, Procop. Pers.2.23; = responsum, Gloss.
4 embassy, commission, Chor. in Rev.Phil.1.79.
III a kind of dance, Hsch.
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, 1) Absonderung, Plat. Def. 415 d; bes. Ausleerung, bei Medic. – 2) vom med., Antwort, μαντηΐου Her. 1, 49; Plat. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρῐσις: -εως, ἡ, ἀποχωρισμός, κάθαρσις ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Πλάτ. Ὅροι 415D:-ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐκρισις, συχν. παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀριστ., ἴδε Foes. Oec., Πίνακ. Ἀριστοτ. ΙΙ. - (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπόφασις, ἀπάντησις, πρῶτον παρὰ Θεόγνιδι 1167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 49., 5. 50· (ἀλλ’ ὑπόκρισις εἶναι ὁ Ἰων. τύπος) Ἱππ. 22. 46, Εὐρ. Ἀποσπ. 967· ἀπ. πρὸς τὸ ἐρώτημα Θουκ. 3. 60· πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 1. 35. 2) ὑπεράσπισις, ἀπολογία, Ἀντιφῶν 137. 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 tri, choix ; t. de méd. sécrétion;
2 réponse.
Étymologie: ἀποκρίνω.
Spanish (DGE)
(ἀπόκρῐσις) -εως, ἡ
I 1separación περὶ τῆς ἀποκρίσιος, ὅτι οὐκ ἂν παρ' ἡμῖν μόνον ἀποκριθείη Anaxag.B 4, κάθαρσις ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Pl.Def.415d.
2 cien. secreción τῆς μὲν γῆς ἀπόκρισιν εἶναι τὸν ἀέρα Placit.2.7.1 (= Parm.A 37), esp. en medic., de humores ἐς ἀπόκρισιν τῆς γονῆς Hp.Genit.2, χολῆς Hp.Vict.4.89, cf. 4.93, δι οὗ ποιεῖται τὴν ἀπόκρισιν ἢ τὴν σπερματικὴν ἢ τὴν περιττωματικήν (el órgano) por medio del cual se realiza la secreción del esperma o del excremento Arist.PA 681b35, cf. HA 582a4, Pr.878a23, Plu.2.693e
•exhalación, miasma νοσερή Hp.Nat.Hom.9.
II 1contestación, respuesta τῶν ἀγαθῶν ἐσθλὴ μὲν ἀπόκρισις los buenos tienen buena respuesta Thgn.1167, τοῦ μαντηίου Hdt.1.49 (cód.), ἡ κυρίη ἡμέρη ἐγένετο τῆς ἀποκρίσιος Hdt.5.50 (cód.), ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις el silencio es la respuesta de los sabios E.Fr.977, cf. Hp.Decent.3, X.Hier.1.35, Men.Mon.307, Chrysipp.Stoic.2.5 (tít.), D.C.Epit.9.23.3, POxy.2728.9 (VI d.C.)
•c. gen. obj. ἀνερωτῶν ὧν μὴ δυναίμεθ' ἂν ἱκανὴν ἀπόκρισιν ... διδόναι preguntando cosas de las que no podríamos dar una respuesta suficiente Pl.Phlb.20a, ποιῆσαι ἀπόκρισειν τοῦ αὐτοῦ προσγράφου POxy.1934.12 (VI d.C.)
•c. πρός y ac. πρὸς τὸ ἐρώτημα Th.3.60, τὴν δὲ πρὸς αὐτὸ ἀπόκρισιν Luc.Alex.19
•c. ἐπί y dat. ἐφ' οἷς ἀπόκρισιν οὐ δέδωκεν Is.11.6.
2 en cont. forenses o asamblearios, etc. defensa τὸ μακρότατον τῆς ἀποκρίσεως lo mas importante de la defensa Antipho 5.65
•sentencia, decisión γράψαι ἀπόκρισιν D.7.46
•resolución de una asamblea τὰς δοθείσας αὐτοῖς ἀποκρίσεις ὑπὸ τῆς συγκλήτου Plb.28.16.9
•rescripto ὃς δὴ ἀποκρίσεσι ταῖς βασιλικαῖς ἐφειστήκει Procop.Pers.2.23.6, cf. Gloss.2.238.
3 comisión, embajada οὐ τῶν ἀποκρίσεων αὐτῷ τὰς μεγίστας ὑπηρετεῖς; Chor.Or.3.59, ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς ἀπόκρισιν Cyr.S.V.Sab.49 (p.139.3), cf. Iust.Nou.123.25.
III cierta danza, Hsch.
English (Strong)
from ἀποκρίνομαι; a response: answer.
English (Thayer)
ἀποκρισεως, ἡ (ἀποκρίνομαι, see ἀποκρίνω), a replying, an answer: Theognis, 1167, Bekker edition, 345, Welck. edition, and) Herodotus down.)
Greek Monotonic
ἀπόκρῐσις: -εως, ἡ (ἀποκρίνω)·
I. διαχωρισμός.
II. (από τον Μέσ. τύπο), απάντηση, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκρῐσις: εως ἡ
1) отбор, отделение (χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Plat.);
2) ответ Her., Eur., Thuc., Xen.;
3) физиол. выделение (τοῦ γάλακτος Arst.).
Middle Liddell
ἀποκρίνω
I. a separating.
II. (from Mid.) an answer, Thuc., Xen.
Chinese
原文音譯:¢pÒkrisij 阿坡-克里西士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:從-審判(著)
字義溯源:回應,回答,反駁,正式回答問題,命令,應對,回復;源自(ἀποκρίνομαι)=作出結論);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(4);路(2);約(2)
譯字彙編:
1) 應對(2) 路2:47; 路20:26;
2) 回答(1) 約19:9;
3) 回覆(1) 約1:22
Translations
Aramaic Hebrew: אבדלתא; Syriac: ܐܒܕܠܬܐ; Azerbaijani: ayrılıq; Belarusian: раздзяле́нне, аддзяле́нне, разлу́ка; Bulgarian: отделяне, разделяне; Catalan: separació; Chinese Mandarin: 分割, 分離, 分离; Czech: separace; Dutch: scheiding; Esperanto: izoleco, izoliteco, apartigo; Finnish: erottaminen, erottelu, erotteleminen, jaotteleminen, jaottelu, jakaminen, jako; French: séparation; Galician: separación; German: Trennung; Ancient Greek: διάστασις; Hebrew: הַבְדָּלָה; Hungarian: elválasztás; Irish: deighilt, scaradh; Italian: separazione; Japanese: 分離; Korean: 분리; Latin: dissociatio; Norwegian Bokmål: utskillelse; Polish: separacja, oddzielenie; Portuguese: separação; Romanian: separare, izolare; Russian: разделе́ние, отделе́ние, разъедине́ние, разлу́ка; Scottish Gaelic: dealachadh; Spanish: separación; Swedish: separation, delning; Tocharian B: putkalñe, tsrālñe; Ukrainian: розді́лення, поді́лення, роз'є́днання, розлу́ка