ἀντίπορος

From LSJ
Revision as of 13:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπορος Medium diacritics: ἀντίπορος Low diacritics: αντίπορος Capitals: ΑΝΤΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: antíporos Transliteration B: antiporos Transliteration C: antiporos Beta Code: a)nti/poros

English (LSJ)

ον, = ἀντίπορθμος, on the opposite coast, ἐς ἀ. γείτονα χώραν, i.e. Europe, as separated by a strait from Asia, A.Pers.66, cf. Supp.544, E.Med.210; Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, i.e. her templeat Aulis over against Chalcis in Euboea, Id.IA1494 (all lyr. passages): —in X.An.4.2.18 τὸν ἀ. λόφον τῷ μαστῷ, simply, over against, opposite to.

Spanish (DGE)

-ον
1 situado al otro lado del estrecho, en la costa opuesta εἰς ἀντίπορον γείτονα χώραν a la tierra vecina que está en la otra ribera (del Helesponto), A.Pers.66, Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον Ártemis que reside frente a Cálcide (al otro lado del Euripo), E.IA 1494, πατρίς Musae.215, cf. A.Supp.544, E.Med.210.
2 situado en frente de c. dat. οἱ βάρβαροι ἧκον ἐπ' ἀντίπορον λόφον τῷ μαστῷ X.An.4.2.18
de las miradas de frente καὶ θεὸν αὐτογένεθλον ἐν ἀντιπόροισιν ὀπωπαῖς οὔποτέ τις σκοπίαζεν Nonn.Par.Eu.Io.1.18.
3 de los vientos contrario ἀντίποροις βακχεύετο πόντος ἀέλλαις Nonn.D.32.154, cf. 5.54, Par.Eu.Io.6.18.

German (Pape)

[Seite 259] gegenüber, bes. jenseit des Meeres gelegen, Aesch. Pers. 67 Suppl. 539 Eur. I. A. 1493; allgemeiner, λόφος ἀντίπορος μαστῷ Xen. An. 4, 2, 18; vgl. Arr. An. 4, 27, 3, wo die Lesart der Handschriften ἀντίῤῥοπος richtig von Schneider geändert ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπορος: -ον, ὡς τὸ ἀντίπορθμος, ὁ ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ἀκτῆς, πεπέρακεν μὲν ὁ ... βασίλειος στρατὸς εἰς ἀντίπορον γείτονα χώραν, δηλ. τὴν Εὐρώπην ὡς κεχωρισμένην ἀπὸ τῆς Ἀσίας διὰ τοῦ Ἑλλησπόντου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 66, πρβλ. Ἱκ. 544, Εὐρ. Μήδ. 210· οὕτως, Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, ὅ ἐ. ὁ ναὸς αὐτῆς ἐν Αυλίδι κατὰ τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς Χαλκίδος ἐν Εὐβοίᾳ, ὁ αὐτ. Ι. Α. 1494, πάντα χωρία λυρικά· ― ἐν Ξεν. Ἀν. 4 2, 18 τὸν ἀντ. λόφον τῷ μαστῷ σημαίνει ἁπλῶς, τὸν ἀπέναντι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 situé sur la rive opposée;
2 situé en face de, gén..
Étymologie: ἀντί, πόρος.

Greek Monolingual

ἀντίπορος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι ακτή
2. φρ. «ἀντίπορος λόφος» — ο απέναντι λόφος.

Greek Monotonic

ἀντίπορος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην αντίπερα ακτή, σε Αισχύλ.· Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, δηλ. ο ναός της στην Αυλίδα από το απέναντι μέρος της Χαλκίδας, στον ίδ.· απλώς, ο απέναντι, αντίθετος, ως προς, τινι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίπορος:
1) лежащий на противоположном берегу (χθών Aesch.; Ἑλλάς Eur.);
2) противолежащий (λόφος ἀ. μαστῷ Xen.).

Middle Liddell


on the opposite coast, Aesch.; Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, i. e. her temple at Aulis over against Chalcis, Aesch.:—simply, over against, opposite to, τινι Xen.