κίστη
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ἡ, basket, hamper, Od.6.76, Ar.Ach.1098, al., Thphr.HP 5.7.5, al., PCair.Zen.430.11, al. (iii B.C.), Euph.9, Call.Hec.1.2.13 (κείστη), etc.; writing-case, desk, Ar.V.529; voting-urn, Notiz.Arch. 4.20 (Cyrene, Aug.); = ἀγγεῖον πλεκτόν, Hsch.; made of bark, Thphr.ll.cc.: hence distinguished from κιβωτός, Ammon.Diff.p.81 V.
German (Pape)
[Seite 1443] ἡ, Kasten, Kiste; μήτηρ δ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ' ἐδωδήν Od. 6, 76; zu Kleidern, Ar. Equ. 1211 Th. 284 u. öfter; Sp., wie Paul. Sil. (VI, 654), μελανδόκος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
panier, corbeille.
Étymologie: DELG pê emprunt -- Babiniotis pê apparenté à irl. cess « panier ».
Greek (Liddell-Scott)
κίστη: ἡ, κιβώτιον, Λατ. cista, Ὀδ. Ζ. 76· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. ἴδε Elmsl. εἰς Ἀχ. 1099· εἶδος γραφείου, κιβωτίου περιέχοντος τὰ πρὸς γραφὴν χρήσιμα, Ἀριστοφ. Σφ. 529· ― Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1137, εὑρίσκομεν γεν. ἐκ τῆς κιστίδος, ὅπερ ἐσχημάτισεν ὁ ποιητὴς ὡς παρῳδίαν τοῦ ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ ἐκ τῆς ἀσπίδος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κίστη· ἀγγεῖον πλεκτόν, εἰς ὃ βρῶμα ἐνετίθετο καὶ ἱμάτια. κιβωτός».
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η (Α κίστη)
νεοελλ.
στρ. κιβώτιο από χάλυβα για εναπόθεση και μεταφορά πυρομαχικών
αρχ.
1. κιβώτιο ή μεγάλο καλάθι ποικίλων χρήσεων («μήτηρ δ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ' ἐδωδήν», Ομ. Οδ.)
2. είδος κιβωτίου στο οποίο τοποθετούσαν τα αναγκαία για γραφή («ἐνεγκάτω μοι δεῡρο τὴν κίστην τις ὡς τάχιστα», Αριστοφ.)
3. κάλπη
4. φρ. «μυστικαὶ κίσται» — ή, απλώς, «κίσται» — τα κιβώτια τα οποία κατά τις πομπές τών εορτών της Δήμητρος και του Διονύσου ήταν πάντα κλειστά και περιείχαν ιερά για τη λατρεία αυτών τών θεοτήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. cess «καλάθι», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ τ. kista «πλεχτό αγγείο», χωρίς όμως αντιστοιχίες σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Το λατ. cista είναι δάνειο από την Ελληνική, που δανείστηκαν με τη σειρά τους από τη Λατινική η Γερμανική (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. kista «κουτί») και η Κελτική (πρβλ. ιρλδ. ciste «κουτί»). Προτάθηκε επίσης η σύνδεση του κίστη με τα κεῖμαι / κοίτη, δεδομένου ότι το κοίτη έχει και τη σημ. «κουτί». Η άποψη αυτή προσκρούει ωστόσο σε φωνολογικά προβλήματα. Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευση της λ.
ΠΑΡ. αρχ. κιστίδιον, κιστίς.
ΣΥΝΘ. κιστοειδής
αρχ.
κισταφόρος, κισταφορώ, κιστοφόρος.
Greek Monotonic
κίστη: ἡ,
1. κουτί, κιβώτιο, Λατ. cista, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
2. είδος κινητού γραφείου, κιβώτιο που περιέχει όλα τα χρήσιμα προς γραφή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κίστη: ἡ ящик или корзина Hom., Arph., Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίστη -ης, ἡ mand.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: basket, chest (ζ 76, Ar.),
Compounds: as 1. member in κιστα-φόρος, -έω basket bearer (Thrace, Macedon.), κιστο-ειδής like a chest (H. s. ὀγκίον).
Derivatives: Diminut. κιστίς f. (Hp., Ar.), κιστίδιον (Artem.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Perhaps with OIr. cess f. basket, (sheep)cot from IE. *kistā beside *kis-to- in OIr. ciss-ib tortis; in that case prop. "twisted thing, twisted container" (Fick 2, 12). - Other proposals: to κεῖμαι (κοίτη also = chest) after Prellwitz s. v. (against this Bq); to Lat. cūra after v. Planta a. o. (s. W.-Hofmann s. cista); thus Hendriksen IF 56, 21ff. a. 24ff., who connects also Skt. śeṣa- rest and (with Fick BB 2, 266) Lith. kìšti put in (against this W.-Hofmann l. c. and 1, 859, Fraenkel Lit. et. Wb. s. v.). - From κίστη Lat. cista, from where again the European forms, Ir. ciste m., OHG. kista etc. - Prob. Pre-Greek (cf. for the semantics κιβωτός).
Middle Liddell
κίστη, ἡ,
1. a box, chest, Lat. cista, Od., Ar.
2. a writing-case, desk, Ar.
Frisk Etymology German
κίστη: {kístē}
Grammar: f.
Meaning: Korb, Kiste (ζ 76, Ar., hell. usw.),
Composita: als Vorderglied in κισταφόρος, -έω ‘Korbträger (sein)’ (Thrakien, Makedon.), κιστοειδής kistenähnlich (H. s. ὀγκίον).
Derivative: Deminutiva κιστίς f. (Hp., Ar.), κιστίδιον (Artem.).
Etymology: Vielleicht mit air. cess f. Korb, Hürde aus idg. *kistā neben *kis-to- in air. ciss-ib tortis; dann eig. "Geflecht, geflochtener Behälter" (Fick 2, 12). — Andere Vorschläge: zu κεῖμαι (κοίτη auch = Kiste) nach Prellwitz s. v. (dagegen Bq); zu lat. cūra nach v. Planta u. a. (s. W.-Hofmann s. cista); ebenso Hendriksen IF 56, 21ff. u. 24ff., der aind. śeṣa- Rest und (mit Fick BB 2, 266) lit. kìšti einstecken mit einbezieht (dagegen W.-Hofmann a. a. O. und 1, 859, Fraenkel Lit. et. Wb. s. v.). — Aus κίστη lat. cista, woraus wiederum die europäischen Formen, ir. ciste m. Schachtel, ahd. kista usw.
Page 1,860