κατεναντίον

From LSJ
Revision as of 22:26, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεναντίον Medium diacritics: κατεναντίον Low diacritics: κατεναντίον Capitals: ΚΑΤΕΝΑΝΤΙΟΝ
Transliteration A: katenantíon Transliteration B: katenantion Transliteration C: katenantion Beta Code: katenanti/on

English (LSJ)

= κατέναντα (over against, opposite), τινι Il. 21.567 ; ἀλλήλοισιν AP 9.132, Man. 1.215, etc. ; ἐκείνου (v.l. ἐκείνῳ) Hes. Sc. 73, cf. ARh. 2.360 ; τῆς ἀκροπόλιος Hdt. 3.144 ; abs., Man. 1.285 ; — also κατεναντία, νήσου ARh. 2.1116 ; abs., κ. κεῖνται DP. 114.

German (Pape)

[Seite 1395] entgegen, gegenüber, τινί, ἐλθεῖν Il. 21, 567; ὁρμηθῆναι Hes. Sc. 73; sp. D.; τινός, Ap. Rh. 2, 350.

French (Bailly abrégé)

adv.
en face de, dat. ou gén..
Étymologie: κατά, ἐναντίον.

Greek (Liddell-Scott)

κατεναντίον: Ἐπίρρ., ἐναντίον, ἐπὶ ἐχθρικῆς σημ., τινὶ Ἰλ. Χ. 567· κ. ἐκείνῳ ὁρμηθῆναι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 73· κ. ἀλλήλοις ἐλθόντες Ἀνθ. ΙΙ. 9.132, κτλ.· ἐναντίον, ἀπέναντι, ἀντικρύ, τινὸς Ἡρόδ. 3. 144, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.·- ὡσαύτως κατεναντία, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1116, Διον. ΙΙ. 114.

English (Autenrieth)

down against, go to meet; τινί, Il. 21.567†.

Greek Monolingual

κατεναντίον (Α)
επίρρ.
1. εναντίον κάποιου («εἰ δὲ κὲν οἱ προπάροιθε πόλιος κατεναντίον ἔλθω», Ομ. Ιλ.)
2. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ.

Greek Monotonic

κατεναντίον: επίρρ., ακριβώς αντίθετα, αντίκρυ, ενώπιον, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· τινός, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κατεναντίον: praep. cum gen. et dat. против (τινί ἐλθεῖν Hom.; ὁρμηθῆναι Hes.; κ. τῆς ἀκροπόλιος Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεναντίον [κατά, ἐναντίος] tegenover; met gen.: κ. τῆς ἀκροπόλιος tegenover de acropolis Hdt. 3.144. tegemoet, met dat.: εἰ δέ κέ οἱ... κατεναντίον ἔλθω en als ik hem tegemoet treed Il. 21.567.

Middle Liddell


over against, opposite, before, τινί Il., Hes.; τινός Hdt., etc.