ἀεκούσιος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ον (also α, ον Luc.Syr.D.18), Ion. and Ep. (also in anap., S. Tr.1263); Att. contr. ἀκούσιος [ᾱ], ον, also in Democr. 240:—A against the will, constrained, of acts or their consequences, καὶ τῷ οὔ κως ἀεκ. ἐγίνετο τὸ ποιεύμενον Hdt.2.162; τλήσομαι . . ἀεκούσια πολλὰ βίαια Thgn.1343; ἐς ἀ. ἀνάγκας πίπτειν Th.3.82; πόνοι Democr. l.c.; often in Att. of involuntary offences, ἀ. φόνος Antipho 3.2.6; πράκτορες τῶν ἀκουσίων ib., cf. Pl.Lg.733d, 864a, Arist.EN1109b35, al.; τὰ μὲν ἀ. ἁπλῇ, τὰ δὲ ἑκούσια διπλῇ IG1.1. Adv. -ίως D.21.43, Sever. ap. Eus.PE13.17. II of persons, only in Adv. ἀκουσίως involuntarily, Th.2.8, Pl.Ti.62c; ἀ. ἀποθανεῖν, opp. ἑκουσίως ἀποκτείνειν, Antipho 1.5; ἀ. τινὶ ἀφῖχθαι to have come as an unwelcome guest, Th.3.31.
Spanish (DGE)
v. ἀκούσιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. c. ἀκούσιος.
Étymologie: ἀέκων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀεκούσιος poët. en Ion. voor ἀκούσιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀεκούσιος: и 3 Her., Soph., Thuc., Plat., Arst., Luc. = ἄκων II.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεκούσιος: -ον, καὶ α, ον, Λουκ. π. Συρ. Θ. 18. Ἀττ. συνῃρ. ἀκούσιος, ον, [ᾱ], ἀλλ’ ὁ ἀσυναίρετος τύπος κεῖται ἐν ἀναπαίστῳ παρὰ Σοφοκλεῖ Τρ. 1263. Ὁ ἐναντίον τῆς θελήσεως, ὁ παρὰ τὴν θέλησιν, βεβιασμένος, ἠναγκασμένος, ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν· τοῦτο... οὐκ ἀεκ. αὐτῷ ἐγένετο, Ἡροδ. 2. 162, τλήσομαι... ἀεκούσια πολλά, Θέογν. 1343· θράσος ἀκούσιον (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Canter ἑκούσιον, ἀλλὰ κάλλιον ὁ Ahrens: ἐκ θυσιῶν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 803· ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν, Θουκ. 3. 82: ― συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ἀκουσίων πλημμελημάτων: ἀκ. φόνος, Ἀντιφῶν 121. 36· ἀκουσίων πράκτορες, αὐτόθι 39, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 733D, 864Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3., 1· τὰ μὲν ἀκούσια [βλάβῃ] ἁπλῇ, τὰ δὲ ἑκούσια διπλῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 71 b. ΙΙ. ὡς τὸ ἀέκων, ἐπὶ προσώπων· ἀλλὰ μόνον ἐν ἐπιρρήμασιν· ἀκουσίως = οὐχὶ θεληματικῶς, Θουκ. 2. 8. Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀκ. ἀποθανεῖν, ἀντίθετον τῷ ἑκουσίως ἀποκτείνειν, Ἀντιφῶν 112. 10· ἀκουσίως τινὶ ἀφῖχθαι, τὸ νὰ μεταβῇ τις εἴς τινα οὐχὶ ὡς εὐπρόσδεκτος ξένος, Θουκ. 3. 31. (Madvig ἀκουσίῳ).
Greek Monotonic
ἀεκούσιος: -ον και -α, -ον, Αττ. συνηρ. ἀκούσιος [ᾱ], -ον·
I. αυτός που συμβαίνει παρά τη θέληση κάποιου, ακούσιος, αθέλητος, λέγεται για ενέργειες, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. επίσης λέγεται για πρόσωπα, μόνο ως επίρρ.· ἀκουσίως, αθέλητα, παρά τη θέληση, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. against one's will, involuntary, of acts, Hdt., etc.
II. of persons, only in adv. ἀκουσίως, involuntarily, Thuc.