δῖνος

From LSJ
Revision as of 13:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῖνος Medium diacritics: δῖνος Low diacritics: δίνος Capitals: ΔΙΝΟΣ
Transliteration A: dînos Transliteration B: dinos Transliteration C: dinos Beta Code: di=nos

English (LSJ)

ὁ, A like δίνη, whirling, rotation, such as Anaxagoras held to be the effect of νοῦς as the regulator of the Universe, Clem.Al.Strom.2.14 (pl.); personified, Δῖνος βασιλεύει τὸν Δί' ἐξεληλακώς Ar.Nu.828: generally, ὁ τοῦ κοσκίνου δ. Democr.164; σφενδόνης δ. Onos.17. 2 eddy, whirlpool, Epicur.Ep.2pp.38,47U., Arist.Pr.932a5, Plu.2.404f; δ. ἀπὸ τοῦ παντὸς ἀποκριθῆναι παντοίων εἰδέων Democr.167: metaph., δῖνοι ἡδυλόγου σοφίης cj. in Timo 67.4. 3 a dance, Hdn.Gr.2.492, Eust.1166.10. II vertigo, Hp.VC11. III round threshing-floor, Telesill.7, cj. in X.Oec.18.5. IV round goblet, Ar.V.618, IG11(2).110 (Delos, iii B. C.), al. (cf. δεῖνος, which is freq. v.l. and is found in puns with δεινός, Apolloph.1, Arched.1.4).

German (Pape)

[Seite 631] ὁ, 1) = δίνη, Wirbel; αἰθέριος Ar. Nub. 379; Schwindel, Hippocr, vgl. σκοτοδινία; – eine Art Tanz, Schol. Il. 3, 391. – 2) nach Eust. u. E. M. ein Werkzeug der Drechsler, u. dah. ein großes rundgedrebtes Trinkgefäß, Ar. Vesp. 618, nach dem Schol. ἀγγεῖόν τι κεράμειον οἴνου, στρογγύλον κάτω; vgl. Ath. XI, 467 d, wo δεῖνος steht, Bei den Kyrenäern auch ποδονιπτήρ. – 3) die runde Dreschtenne, Ath. a. a. O., Ael. H. A. 2, 25, wie auch Xen. Oec. 18, 5 für δεινός zu schreiben; denn in den VLL. ist oft δεινέω u. ä. wegen des langen ι geschrieben.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. tournoiement :
1 tourbillon de vent;
2 tourbillon d'eau, remous;
3 vertige circulaire;
4 aire à battre le grain;
II. objet tourné :
1 vase à boire;
2 mot cyrénéen c. ποδονιπτήρ.
Étymologie: δίνη.

Russian (Dvoretsky)

δῖνος:
1) вращение, кружение (οἱ δῖνοι τῶν ἅμα κύκλῳ καταφερομένων σωμάτων Plut.);
2) водоворот (δῖνοι ἐν θαλάττῃ Arst. и θαλάττης Diog. L.);
3) вихрь (τοῦ πνεύματος Arst.);
4) круглая площадка для молотьбы, ток (ὁμαλίζειν τὸν δῖνον Xen.);
5) круглый сосуд для питья Arph.

Greek (Liddell-Scott)

δῖνος: ὁ, ὡς τὸ δίνη, περιδίνησις, περιστροφή, ἣν κατὰ τὸν Ἀναξαγόραν ἐνεποίησεν ὁ νοῦς, ὁ ῥυθμιστὴς τοῦ σύμπαντος, Κλήμ. Ἀλ. 435· τοῦτο ὑπαινιττόμενος ὁ Ἀριστοφ. λέγει ἐν Νεφ. 828, Δῖνος βασιλεύει, τὸν Δί’ ἐξεληλακώς, πρβλ. 380· πρβλ. Grote Πλάτων· 1. 59. 2) στρόβιλος, Ἐπικ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105· -χορὸς ὅμοιος πρὸς τὸ νεώτερον waltz, Εὐστ. 1166. 10, Ἡσύχ. ΙΙ. σκοτοδινία, σκότωσις, Λατ. vertigo, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903. ΙΙΙ. ὁ κυκλοτερὴς χῶρος, ἐν ᾧ οἱ βόες ἡλώνιζον τὸν σῖτον, ἁλώνιον, Τελέσιλλα 2 Bgk., Ξεν. Οἰκ. 18, 5· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 179. IV. μέγα στρογγύλον ποτήριον (γραφόμενον ὡσαύτως καί δεῖνος), Ἀριστοφ. Σφηξ. 618· παρὰ τοῖς Κυρηναίοις = ποδανιπτήρ, Ἀθήν. 467Ε.

Greek Monolingual

ο (Α δῑνος)
ο ψυκτήρας, ο σπειροειδής σωλήνας του αποστακτικού λέβητα
αρχ.
1. δίνη, κυκλική κίνηση
2. στρόβιλος
3. είδος χορού
4. ίλιγγος, ζάλη
5. αλώνι
6. πήλινο αγγείο για κρασί, δείνος
7. τόρνος
8. η περιστροφή την οποία έδωσε ο Νους στον κόσμο κατά τον Αναξαγόρα
9. φρ. «Δῑνος βασιλεύει τὸν Δί' ἐξεληλακώς» — βασιλεύει ο Δίνος (με διπλή σημασία: α. ο Δίνος του Αναξαγόρα
β. ο ίλιγγος, η ζαλάδα)
10. πήλινο αγγείο κατάλληλο για την ψύξη του κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίνη.

Greek Monotonic

δῖνος: ὁ,
I. περιστροφή, στροβιλισμός, σε Αριστοφ.
II. κυκλική περιοχή, όπου τα βόδια αλώνιζαν το σιτάρι, αλώνι, σε Ξεν.
III. μεγάλο στρογγυλό κύπελλο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

δῖνος, ὁ, n
I. a whirling, rotation, Ar.
II. a round area, where oxen trod out the corn, a threshing-floor, Xen.
III. a large round goblet, Ar.