ἄμαθος

From LSJ
Revision as of 18:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμᾰθος Medium diacritics: ἄμαθος Low diacritics: άμαθος Capitals: ΑΜΑΘΟΣ
Transliteration A: ámathos Transliteration B: amathos Transliteration C: amathos Beta Code: a)/maqos

English (LSJ)

[ᾰμ], ἡ, Ep. form of ἄμμος, sand, Il.5.587, A.R.4.1239, etc.: pl., ἄμαθοι = stretch of sand, sands, dunes by the sea, h.Ap.439; generally, sandy soil, Nic.Th.262. (Dist. by Gramm., e.g. Sch.Il.9.384, from ψάμμος as dust from sea-sand, but prob. wrongly:—ἄμαθος is for ἅμαθος, i. e. σάμαθος, cf. sand; cf. Ηαμαθό̄ι, name of Nereid, Schwyzer122.7, Corinthian vase at Caere).

Spanish (DGE)

(ἄμᾰθος) -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. gen. sg. -οιο Il.5.587]
1 arena βαθείη Il.l.c., ἠερίη A.R.4.1239, cf. Hdn.Gr.1.145.
2 plu. playa, h.Ap.439, Euph.67.2
terreno arenoso Nic.Th.262.
• Etimología: El único paralelo de esta palabra se encuentra en maa. samtarena’ (< *samatho-). Es dud. si es una palabra no ide. o si se relaciona c. ψάμμος, lat. sabulum, etc., partiendo de *bhes- que en grado ø es *bhs- > *ps-, pudiéndose simplificar eventualmente en *s-.

German (Pape)

[Seite 114] ἡ, Sand, Hom. einmal, Iliad. 5, 587 ἀμάθοιο βαθείης, Sand im Binnenlande; den Seesand u. Flußsand nennt er ψάμαθος, Lehrs Aristarch. 128; der Unterschied wird aber nicht ursprünglich sein; denn ἄμαθος ist nur eine Nebenform von ψάμαθος, wie γαῖα u. αἶα; nach Hom. wird der Unterschied wieder verwischt; eine Nereide heißt Iliad. 18, 48 Ἀμάθεια, in dem nach Aristarch unächten Nereidencatalog, s. Scholl. Aristonic. u. Didym.; auch Hymn. Apoll. 439 ἀμάθοισιν der Seestrand; vgl. Apoll. Rh. 4, 1239. 1464.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
sable de plaine, sol sablonneux.
Étymologie: cf. ψάμαθος.

Russian (Dvoretsky)

ἄμᾰθος: (ᾰμ) ἡ песок, песчаная почва Hom.: ἀμάθοισιν ἐχρίμψατο νηῦς HH корабль врезался в песчаный берег.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμᾰθος: [ᾰμ], ἡ, Ἐπ. τύπος τοῦ ἄμμος, ἡ ἄμμος τῆς πεδιάδος, ἀμμῶδες ἔδαφος, χῶμα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης (ψάμμος, ψάμαθος), Ἰλ. Ε. 587· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 384, 593, Lehrs Ἀρίσταρχ. σ. 128: - κατὰ πληθ. αἱ παρὰ τὴν θάλασσαν ἀμμώδεις ἀνωμαλίαι τοῦ ἐδάφους, ἀμμώδη ὑψώματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 439.

English (Autenrieth)

(ψάμαθος): sand, Il. 5.587†.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος,
2. αγράμματος, απαίδευτος
3. αγροίκος, ανόητος, αγενής
4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + θ. μαθ- του ρ. μανθάνω, μαθαίνω].
(II)
ἄμαθος, η (Α) (επικός τύπος αντί του ἄμμος)
1. η άμμος και κυρίως η άμμος της πεδιάδας, αμμώδες έδαφος (σε αντίθεση με την άμμο της θάλασσας, την ψάμαθο)
2. στον πληθ. αἱ ἄμαθοι
σωροί άμμου κοντά σε θάλασσα, αμμώδη υψώματα, θίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής με τον μσν. άνω γερμαν. τ. sampt «άμμος» (πρβλ. και γερμαν. Sand «άμμος» < sampt με ανομοίωση). Ο συσχετισμός αυτός που προϋποθέτει ανομοίωση της δασύτητας στη λ. hαμαθος, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η αλληλεπίδραση μεταξύ τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. ἄμαθος και ψάμμος «άμμος». Σημειώνεται ότι αναλογικά προς τη λ. ἄμαθος σχηματίστηκε η λ. ψάμαθος «άμμος», ενώ η λ. ἄμμος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το ψάμμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθῑτις, ἀμαθόεις, ἀμαθύνω, ἀμαθώδης.

Greek Monotonic

ἄμᾰθος: [ᾰμ], ἡ, αμμώδες έδαφος (της πεδιάδας), αντίθ. προς τη θαλασσινή άμμο (ψάμαθος), σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., οι ανωμαλίες του εδάφους κοντά στη θάλασσα ή τα αμμώδη υψώματα, σε Ομηρ. Ύμν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: sand (Il.).
Derivatives: Geogr. name Ήμαθίη (Ιλ.). Place-name Ἀμαθοῦς on Cyprus from *-οϜεντ-; cf. ἠμαθόεις (Od.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.
Etymology: It is mostly assumed that ψάμαθος was created on ἄμαθος after ψάμμος and that ἄμμος is secondarily created on ψάμμος. Beekes 2000 [125 Jahre IDG Graz], 26 finds these assumptions far from easy. It also depends on the etymology of ψάμμος. - ἄμαθος is connected with MHG. sampt and a PIE. *samǝdho- reconstructed. DELG warns that the connection does not guarantee IE origin. For origin in a European substratum Kuiper, NOWELE 25 (1995) 67, because of the vocalism (a < h₂(e)?) and the consonantism. On possible Albanian connections Cabej Studi Pisani 1, 174f.

Middle Liddell

[cf. ἄμμος.]
sandy soil, opp. to sea-sand (ψάμαθος), Il.; in pl. the links or dunes by the sea, Hhymn.

Frisk Etymology German

ἄμαθος: {ámathos}
Grammar: f.
Meaning: Sand (ep.).
Derivative: Davon ἀμαθῖτις f. im Sande lebend (κόγχος, Epich.), auch ON (J., s. Redard Les noms grecs en -της 164); ἀμαθώδης sandig (Str.), Ἀμαθους kypr. ON. Denominatives Verb ἀμαθύνω ‘zu Staub machen, (als Sand) zerstreuen’ (ep. poet.).
Etymology: Wahrscheinlich mit Hauchdissimilation zu mhd. sampt aus idg. *samədho-; daneben mit urgerm. Assimilation md > nd nhd. sand usw. Gewöhnlicher als ἄμαθος ist ψάμαθος, das wie ψάμμος zu ψῆν usw. gehört; daneben das jüngere ἄμμος. Zwei ursprünglich verschiedene Wörter sind wahrscheinlich wechselseitig miteinander kontaminiert worden, s. Güntert Reimwortbildungen 119f.
Page 1,84