διαμερίζω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A divide, Pl.Phlb.15e; distribute, τὸ ἐπιβάλλον Corn. ND27; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arist.Pr.885a18:—Pass., to be cut up, Pl.Lg.849d. II part, separate, Men.883:—Med., divide or part among themselves, Ev.Matt.27.35; πρὸς ἑαυτούς PAmh.2.152.18(v/vi A.D.):—Pass., to be set at variance, Ev.Luc.12.52,53.
Spanish (DGE)
I 1dividir, distribuir τοὺς πόνους ... εἰς ἅπαν τὸ σῶμα los esfuerzos a (por) todo el cuerpo Arist.Pr.885a18, συμβαίνει τὴν πέψιν διαμερίζειν τὴν ὑγρότητα Thphr.Sud.20, ἔδωκας αὐτοῖς βασιλείας ... καὶ διεμέρισας αὐτοῖς LXX 2Es.19.22, τὴν δύναμιν D.S.19.56, τὰ ἅρματα I.AI 8.188, τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND 27, κόμισαι κολοκύνθια ... καὶ διαμέρισαι πρὸς τοὺς ἀδελφούς SB 9017.13.10 (I/II d.C.), διαμ[ερί] σομεν αὐτὰ ἐν δύο μέρη PUG 21.10 (IV d.C.), en v. pas. ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι pues a partir de ahora estarán en una sola casa cinco divididos, e.e. enfrentados, Eu.Luc.12.52, cf. 11.17, 18, γῆν τοῖς μηθένα κλῆρον ἔχουσιν Ἀλβανῶν διαμερισθῆναι D.H.3.29, γαῖα ... οὐ περιφραγμοῖς διαμεριζομένη Orac.Sib.8.210
•abs. hacer la división διεμέριζε γὰρ ὁ Βορυσθενίτης Men.Fr.772
•compartir διαμερίζων σὺν τοῖς λοιποῖς καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ... ἱερήων IClaros 1.P.4.27 (II a.C.).
2 dividir, detallar, clasificar λόγον Pl.Phlb.15e, ὅτε διεμέριζεν ὁ ὕψιστος ἔθνη cuando el altísimo dividió las naciones Ph.1.338, en v. pas. ἡ πρότερον ἀγελαιοτροφικὴ διαμερισθεῖσα el arte de criar rebaños antes analizado Pl.Plt.289c, διαμερισθέντων τῶν πρὸς ἐνιαυτὸν καὶ τῶν κατὰ μῆνα δαπανωμένων diferenciados los gastos anuales y los mensuales Arist.Oec.1345a19, πάντα ... πρὸς τὰς τοιαύτας ὑποδοχὰς διαμεμερισμένα Aristeas 183.
3 dividir, partir en trozos en v. med. despedazar οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία T.Abr.A 14.11, en v. pas. ζώων διαμερισθέντων despiezados los animales por el matarife, Pl.Lg.849d.
II sólo v. med. dividir entre sí, repartirse διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ Eu.Matt.27.35, (τὰ πάντα) πρὸς ἑαυτούς PAmh.152.18 (V/VI d.C.), τοὺς μισθοὺς ... εἰς ἑαυτούς PMasp.159.32 (VI d.C.).
French (Bailly abrégé)
1 partager de côté et d'autre, distribuer;
2 diviser, séparer.
Étymologie: διά, μέρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μερίζω verdelen; med. onderling verdelen:; διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ zij verdeelden zijn kleren onder elkaar NT Mt. 27.35; pass. overdr. verdeeld zijn:. ἔσονται... πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι in één huis zullen vijf personen verdeeld zijn NT Luc. 12.52.
Russian (Dvoretsky)
διαμερίζω: разделять, распределять (τι Plat.; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arst.): διαμερισθεὶς κατὰ μῆνα Arst. распределенный помесячно; med. делить между собой (τὰ ἱμάτιά τινος NT).
English (Strong)
from διά and μερίζω; to partition thoroughly (literally in distribution, figuratively in dissension): cloven, divide, part.
English (Thayer)
imperfect διεμέριζον; 1st aorist imperative 2nd person plural διαμερίσατε; passive (present διαμερίζομαι); perfect participle διαμεμερισμενος; 1st aorist διεμερίσθην; future διαμερισθήσομαι; (middle, present διαμερίζομαι; 1st aorist διεμερισαμην); to divide;
1. to cleave asunder, cut in pieces: ζῷα διαμερισθενα namely, by the butcher, Plato, legg. 8, p. 849d.; according to a use peculiar to Luke in the passive, to be divided into opposing parts, to be at variance, in dissension: ἐπί τινα, against one, ἐπί τίνι, to distribute (Plato, polit., p. 289c.; in the Sept. chiefly for חָלַק): τί, τί τίνι, L T Tr WH εἰς ἑαυτούς for R G ἑαυτοῖς); to distribute among themselves: τί, G L T Tr WH; ἑαυτοῖς added ( ); Psalm 22:19>).
Greek Monolingual
(AM διαμερίζω)
διαχωρίζω, χωρίζω κάτι στα μέρη που το αποτελούν
αρχ.
1. μεσ. διαμερίζομαι
διαμοιράζω («διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά του» — μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους)
2. παθ. διαμερίζομαι
α) αποχωρίζομαι από κάποιον λόγω έχθρας
β) κόβομαι σε μερίδια.
Greek Monotonic
διαμερίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. διαμοιράζω, διανέμω, σε Πλάτ.
II. διαχωρίζω, διαιρώ — Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
διαμερίζω: διαμοιράω, διανέμω, Πλάτ. Φιλ. 15Ε· τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, χωρίζω, ἀποχωρίζω, Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
I. to distribute, Plat.
II. to divide: Mid. to divide or part among themselves, NTest.
Chinese
原文音譯:diamer⋯zw 笛阿-姆里索
詞類次數:動詞(12)
原文字根:經過-分 相當於: (חָלַק) (פָּלַג) (פָּרַד)
字義溯源:完全的分開,分,分開,分切,分給,分爭,紛爭;由(διά)*=通過)與(μερίζω)=分開)組成;其中 (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享),而 (μέρος)出自(μείζων)X*=分得的份)。這字大都用在四福音,其中四福音書中都記載了同一件事:那些兵丁拈鬮分(διαμερίζω))主耶穌的衣服( 太27:35; 可15:24; 路23:34; 約19:24)。參讀 (ἀναδίδωμι)同義字
出現次數:總共(12);太(2);可(1);路(6);約(1);徒(2)
譯字彙編:
1) 分(3) 太27:35; 可15:24; 路23:34;
2) 他們⋯分了(2) 太27:35; 約19:24;
3) 分爭(2) 路11:17; 路11:18;
4) 分給(1) 徒2:45;
5) 分開(1) 徒2:3;
6) 他們要分爭:(1) 路12:53;
7) 要分爭的(1) 路12:52;
8) 分著(1) 路22:17
Léxico de magia
distribuir, repartir como acción de la divinidad ὅτι ὁρκίζω σε τὸν καταδείξαντα τὰς ἑκατὸν τεσσεράκοντα γλώσσας καὶ διαμερίσαντα τῷ ἰδίῳ προστάγματι pues te conjuro a ti, que mostraste las ciento cuarenta lenguas y las distribuiste con tu propio mandato P IV 3057
French (New Testament)
être divisé intérieurement ; être partagé de sentiment