δείλαιος
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
α, ον, (ος, ον IG14.1722.7), lengthd. form of δειλός (q.v.): —wretched, sorry, paltry, not in Hom., freq. in Trag., especially of persons, A.Pr.580 (lyr.), etc.; δείλαιε τοῦ νοῦ S.OT1347 (lyr.); δ. χάρις a sorry kindness, A.Ch.517; δ. σποδός paltry dust, S.El.758; δ. ἄχεα, ἀλγηδών, δύα, Emp.145, S.OC513 (lyr.), Ant.1311 (lyr.); γῆρας E. Hec.156 (lyr.): sometimes found in Com. (v. infr.) and Prose, Lys.24.23 (Sup.), Aeschin.1.172: in later Prose, Jul.Or.1.29b. (The penultimate is short in S.Ant.1311, El.849 (lyr.), E.Supp.279 (lyr.), Ar.Eq.139, V.165, etc.)
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de pers. acobardado, desgraciado, desdichado δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις; A.Pr.580, γέρων E.Ep.3.22, βρέφος Call.Cer.100, μᾶτερ Call.Cer.83, cf. A.R.3.464, Νινευη LXX Na.3.7, πικρὸν ἄλγος δειλαίοις γονέεσσι IG 22.12629 (II d.C.), ἐμὲ δειλαίην ... ἵξεται ἦμαρ Q.S.5.557, cf. Nonn.D.4.143, 47.410
•c. ac. de rel. τὰς φρένας Hippon.44.4
•como pred. κεῖται θανὼν δ. A.Pers.325, κεῖται νεκρὸς ... δ. ... εἰν ᾌδου δόμοις S.Ant.1241, ὄλωλα δ. S.El.1482, δειλαία δειλαίων κυρεῖς te sientes desgraciada entre las desgraciadas S.El.849, δ. ... κατηύχετο S.Tr.763, Ἠλέκτρα, τὸν ἀεὶ πατρὸς δειλαία στενάχουσ' S.El.1076, κλαῖε ... δ. S.Tr.906, cf. Ar.Nu.709, 1504, V.40, φράζε, γύναι, ... πῶς δὲ θανοῦσα ἦλθες δειλαία δύσγαμος εἰς Ἀΐδαν MAMA 7.201.6 (Frigia I d.C.), πῶς οὖν οὐκ ἂν δειλαιότατος εἴην Lys.24.23, δείλαιοί εἰσιν, ὅτι ἠσέβησαν εἰς ἐμέ LXX Os.7.13, cf. Plu.2.22c, σε γείνατο μήτηρ δείλαιον καὶ ἄναλκιν Q.S.5.187, c. gen. δείλαιοι τῆς εὐσεβείας desgraciados por la piedad Gr.Naz.M.35.416C
•frec. voc. δείλαιε τοῦ νοῦ S.OT 1346, cf. Theoc.4.60, Nonn.D.47.161, δ. ἐγὼ S.Ant.1310, cf. Luc.Merc.Cond.30, οἴμοι, ἔχω μαθὼν δείλαιος S.Ant.1272, cf. Ar.Eq.139, V.165, Nu.1473, Theoc.15.69, Ach.Tat.2.24.2, 5.25.4, δειλαίη (sic) μήτερ SEG 33.849.5 (Mauritania I d.C.), δείλαιος, ὡς ἐς πολλὰ τἀπορεῖν ἔχω S.Tr.1243, cf. Call.Fr.93.5
•subst. (ὁ) δ. Aeschin.1.172, Ph.1.311, 2.554, μέστ' ἐπὶ νεύροις δειλαίῳ ... ὀστέα μῶνον ἐλείφθη Call.Cer.93, Ἄρτεμις ... δειλαίην ἐρέθιζε Nonn.D.48.751, cf. Babr.118.7, plu. οἱ δείλαιοι Ph.1.176, Iul.Or.1.29b, PLond.1678.2 (VI d.C.)
•de anim., Theoc.4.13, 14, ἀλώπηξ Babr.53.1, cf. 95.41, νεβροί Q.S.3.172, δειλαίῃ τρήρωνι φόνον ... ἐφέηκε Q.S.12.18, cf. Opp.H.1.785, 4.73, 401.
2 de cosas triste, miserable μέγιστον σῶμα δειλαίας σποδοῦ un gran cuerpo reducido a miserable ceniza S.El.758, ὁλκάδα δειλαίαν τ' ἀνιᾷ κλόνος AP 9.32.
3 de abstr. que produce tristeza, funesto οὔποτε δειλαίων ἀχέων λωφήσετε θυμόν Emp.B 145, δ. χάρις A.Ch.517, τᾶς δειλαίας ἀπόρου φανείσας S.OC 513, δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ S.Ant.1311, νόσος S.Tr.1028, ἐγὼ ... δ. δειλαίου γήρως E.Hec.156.
4 inútil, vano Hsch.
• Etimología: Doblete, quizá expresivo, de δειλός q.u.
German (Pape)
[Seite 536] = δειλός, unglücklich, elend, Aesch. Ch. 517; Soph. El. 756; νόσος Tr. 1022; u. sonst bei Tragg.; oft Theocr., δειλαῖαι 4, 13, accentuirt wie δειλαῖε 4, 60; δειλαῖαι φρένες Philem. Stob. flor. 8, 10 u. Men. bei Suid.; auch Aesch. 1, 172; Lys. 24, 23, im superl., u. öfter in sp. Prosa, wie Luc. Die Mittelsylbe ist zuweilen kurz gebraucht, wie Ar. Eq. 139; vgl. Herm. Soph. O. C. 513.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
malheureux, infortuné : δειλαία δειλαίων SOPH malheureuse entre les malheureuses, càd au comble de l'infortune ; avec un gén. δείλαιε τοῦ νοῦ SOPH malheureux par la conscience que tu as (de ton infortune !) ; pauvre, misérable.
Étymologie: δειλός.
Greek Monolingual
δείλαιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)
αξιολύπητος, θλιβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος εκφραστικός τ. του δειλός, παρεκτεταμένος σε -αιος (πρβλ. μάταιος)].
Greek Monotonic
δείλαιος: -α, -ον, εκτεταμ. τύπος του δειλός, ταλαίπωρος, θλιμμένος, δυστυχής, μηδαμινός, κυρίως λέγεται για πρόσωπα, σε Τραγ.· επίσης, δ. χάρις, θλιβερή αγαθότητα, σε Αισχύλ.· δ. σποδός, μηδαμινή τέφρα, σε Σοφ. κ.λπ. (η παραλήγουσα είναι συχνά βραχεία στους Αττ. ποιητές).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείλαιος -α -ον [δειλός] ellendig, ongelukkig:. δειλαία δειλαίων κυρεῖς in uw ongeluk treft u steeds ongeluk Soph. El. 849.
Russian (Dvoretsky)
δείλαιος: у Theocr. δειλαῖος 3
1 несчастный, жалкий (ἀνήρ, Ἰώ Aesch.; γῆρας Eur.; οἴμοι δ. Arph., Lys., Aeschin.): δ. τοῦ νοῦ τῆς τε συμφορᾶς ἴσον Soph. вдвойне несчастный - и горем своим, и сознанием (этого) горя;
2 тяжелый, ужасный (νόσος, ἀλγηδών Soph.; πρᾶγμα Plut.).
Middle Liddell
lengthd. form of δειλός, wretched, sorry, paltry, mostly of persons, Trag.; also, δ. χάρις a sorry kindness, Aesch.; δ. σποδός paltry dust, Soph., etc. [Penult. is often made short in attic Poets.]
English (Woodhouse)
mean, miserable, poor, sad, shabby, sorry, unfortunate, unhappy, wretched