χαράκωμα
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ατος, τό, A palisaded enclosure, entrenched camp. X.HG5.4.38, 6.2.23; χαρακώματα πρὸ τῆς πόλεως βαλέσθαι Plu.Cat.Mi.58. II palisade, X.An.5.2.26; χ. καὶ τείχη καὶ τάφροι D.6.23: metaph., of the eyelashes, Arist.PA658b18. 2 = Lat. vallum, Plb.9.3.2; χ. διπλᾶ Id.10.31.8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 palissade, retranchement;
2 camp retranché.
Étymologie: χαρακόω.
Russian (Dvoretsky)
χᾰράκωμα: ατος (ρᾰ) τό
1 изгородь из кольев, частокол, вал с частоколом Xen., Polyb.: χαρακώματα καὶ τάφροι Dem. снабженные частоколами валы и рвы;
2 обнесенное частоколом место, укрепленный лагерь Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράκωμα: τό, τόπος πεφραγμένος ὁλόγυρα ἢ ὠχυρωμένος διὰ χαράκων, ὠχυρωμένον στρατόπεδον, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 38 κἑξ., 6. 2. 23 κἑξ. χαρακώματα πρὸ τῆς πόλεως βάλλεσθαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 58· πρβλ. χάραξ ΙΙ. 2. ΙΙ. ὡς τὸ σταύρωμα, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 26· χ. καὶ τείχη καὶ τάφροι Δημ. 71. 20· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 15, 1. 2) τὸ παρὰ Ρωμαίοις vallum, Πολύβ. 9. 3, 2· χ. διπλοῦν ὁ αὐτ. 10. 31, 8· πρβλ. χάραξ.
Greek Monolingual
-ώματος, το, ΝΑ χαρακῶ / χαρακώνω
πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος
νεοελλ.
1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα
2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο
3. στρ. α) τάφρος κατάλληλα οργανωμένη για την κάλυψη τών ανδρών και για τη βολή τών όπλων του πεζικού («πόλεμος χαρακωμάτων»)
β) συνεκδ. η πρώτη γραμμή του πυρός («τον έστειλαν με την πρώτη στα χαρακώματα»)
4. ανατ. μικρή εξοχή της μέσης ρινικής κόγχης
5. (γεωπ.) αφαίρεση τμήματος του φλοιού κλήματος σε σχήμα δακτυλίου
6. φρ. «πυρετός χαρακωμάτων»
ιατρ. σχετικώς καλοήθες λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από είδος ρικετσίας και μεταδίδεται με τις ψείρες της κεφαλής και του κορμού και το οποίο εκδηλώνεται με υπόστροφο πυρετό, νευραλγίες και ρευματαλγίες, δερματικό εξάνθημα, σπληνομεγαλία και νευρολογικές διαταραχές
αρχ.
1. περίφραξη με αιχμηρούς πασσάλους, περιχαράκωση, σταύρωμα («παντοδαπὰ εὑρημένα ταῖς πόλεσι πρὸς φυλακὴν καὶ σωτηρίαν, οἷον χαρακώματα, καὶ τείχη καὶ τάφροι», Δημοσθ.)
2. μτφ. οι βλεφαρίδες.
Greek Monotonic
χᾰράκωμα: -ατος, τό (χαρακόω)·
I. τόπος περιφραγμένος ολόγυρα, οχυρωμένο στρατόπεδο, σε Ξεν., Πλούτ.
II. φράγμα, οχύρωμα, Λατ. vallum, σε Ξεν., Δημ.
Middle Liddell
χᾰράκωμα, ατος, τό, χαρακόω
I. a place paled round, an entrenched camp, Xen., Plut.
II. a palisade, rampart, Lat. vallum, Xen., Dem.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὀχυρωμένο στρατόπεδο). Ἀπό τό χαρακόω -ῶ (=περιφράζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χαράσσω.
German (Pape)
τό, ein umpfählter, verpallisadierter, befestigter Ort, bes. ein festes Lager; Xen. Hell. 5.4.38, An. 5.2.26; χαράκωμα βαλόμενος Dem. 18.87; Wall, Pol. 9.3.2 und Sp. – Die Pallisade, wie χάραξ, Poll.