ἀλγηδών
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
όνος, ἡ, A pain, suffering, of body, Hdt.5.18, Hp.Coac.394, E.Med.24; ὀδύνη τις ἢ ἀ. Pl.R.413b: pl., Prt.354b. II of mind, pain, grief. S.OC514, E.Med.56, Metrod.7: pl., Phld.D.1.16, etc. III cause of pain, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Alex. ap. Plu.Alex.21. - Not in A., once in S.
Spanish (DGE)
-όνος, ἡ
1 dolor τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.Acut.22, cf. Liqu.2, Mul.1.91, πικρά E.Fr.908.2, ὀδύνη τις ἢ ἀλγηδών Pl.R.413b, LXX 2Ma.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.Mem.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2
•c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.Dieb.Iudic.8, τραυμάτων E.Andr.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875
•c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.Coac.394
•como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.Phd.65c, cf. Pl.Grg.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.Oec.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, Ep.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8
•fig. tormento αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.Alex.21.
2 pena, pesar, sufrimiento δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.OC 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56, φρενῶν E.Fr.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.Med.24, cf. GVI 1474 (Renea I d.C.).
German (Pape)
[Seite 90] όνος, ἡ, Schmerzgefühl, Soph. O. C. 516; Her. 5, 18; Isocr. 8, 40 im plur.; Plat. sehr oft im Gegensatz von ἡδονή, Phaed. 65 c; Plut.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
1 souffrance physique;
2 souffrance morale, douleur, peine.
Étymologie: ἀλγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλγηδών -όνος, ἡ ἀλγέω pijn, leed.
Russian (Dvoretsky)
ἀλγηδών: όνος ἡ
1 боль, страдание, мука, Her., Trag., Plat.,;
2 скорбь, печаль, горе, Trag., Isocr., Plat., Plut.
Middle Liddell
ἀλγέω
I. a sense of pain, pain, suffering, Hdt., Eur., etc.
II. of mind, pain, grief, Soph., Eur., etc.
Greek Monolingual
ἀλγηδὼν (-όνος), η (Α) ἀλγῶ
1. σωματικός πόνος, άλγος, ψυχικός πόνος, οδύνη, θλίψη
2. πρόκληση πόνου.
Greek Monotonic
ἀλγηδών: -όνος, ἡ (ἀλγέω),
I. αίσθημα πόνου, πόνος, σωματικός πόνος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
II. λέγεται για ψυχικό πόνο, πόνος, θλίψη, οδύνη, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγηδών: -όνος, ἡ, αἴσθημα πόνου, πόνος, ὀδύνη τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· ὀδύνη τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, ὀδύνη, θλῖψις, λύπη, Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως χαιρηδών, πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πόνος, ὀδύνη). Ἀπό τό ἀλγῶ πού παράγεται ἀπό τό ἄλγος, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἀλγεινός, ἄλγημα, ἀλγηρός, ἄλγησις, ἀλγινόεις, ἄλγυνσις, ἀλγύνω, ἀναλγησία (=ἀναισθησία), ἀναλγής, ἀνάλγητος, κεφαλαλγία.