στενωπός

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενωπός Medium diacritics: στενωπός Low diacritics: στενωπός Capitals: ΣΤΕΝΩΠΟΣ
Transliteration A: stenōpós Transliteration B: stenōpos Transliteration C: stenopos Beta Code: stenwpo/s

English (LSJ)

Ion. and Ep. στεινωπός, όν, (στενός, ὀπή) A narrow, στεινωπὸς ὁδός Il.7.143, 23.416; στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Hp.Vict.2.40; πόντος στειν. A.R.2.1191; στειν. παλάμαι Emp.2; ἐν οὕτω στενωπῷ in so narrow a space, D.S.31.9 codd. Phot. II mostly as substantive, στενωπός, (στενωπή, ἡ, Plu.Prov.1.61), narrow passage, strait, of the straits of Messina, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Od.12.234; στενωποῦ πλησίον θαλασσίου A.Pr.366; σ. ἁλός A.R.2.333, cf. 549 (so, of the Hellespont, σ. ὕδωρ Ἕλλης D.P.515); mountain-pass, defile, S.OT1399; lane, alley, Pherecr.108.4, Nicostr. Com.24, Thphr.Vent.29, D.S.12.10, Paus.5.15.2; σ. Ἅιδου the narrow entrance to Hades, S.Fr.832; of the blood-vessels, Pl.Ti.70b.

German (Pape)

[Seite 936] mit enger Oeffnung, eng; bes. mit und ohne ὁδός, auch ἡ στενωπή, s. Lob. Phryn. 106 u. vgl. στεινωπός, enger Weg, Engpaß; κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, wie στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς Soph. O. R. 1399; vgl. Ap. Rh. 2, 333; Plat. Tim. 70 b; Arr. An. 6, 22; überh. enge Straße, Gasse; Stadtviertel; ein von Häusern eingeschlossener Raum, Luc. Nigr. 22; κώμας τοὺς στενωποὺς ἐκάλουν Hermogen. progymn 7; vgl. D. Sic. 12, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étroit, resserré;
στενωπός (ὁδός) passage étroit, particul. :
1 rue étroite;
2 étroit sentier (à la rencontre de trois routes);
3 détroit, bras de mer.
Étymologie: στενός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στενωπός -όν ep. Ion. στεινωπός [στενός, ὀπή] met een nauwe opening: nauw. subst. ὁ στενωπός nauwe ruimte, engte: van een straat, steeg; zee-engte; bergpas.

Russian (Dvoretsky)

στενωπός:
I эп.-ион. στεινωπός 2 тесный, узкий (ὁδός Hom.).
II эп.-ион. στεινωπός ἡ, Luc. ὁ (sc. ὁδός) узкий проход, тесная тропинка, теснина Hom., Aesch., Soph., Plat., Diod.: οἱ στενωποί Luc. тесные переулки.

Greek (Liddell-Scott)

στενωπός: Ἰων. καὶ Ἐπικ. στεινωπός, όν· (στενός, ὤψ)· - ὁ φαινόμενος στενός, περιωρισμένος, δύσκολος, στενωπὸς ὁδὸς Ἰλ. Η. 143, Ψ. 416· στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Ἱππ. 355. 30· στειν. πόντος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1191· στειν. παλάμαι Ἐμπεδ. 36· ἐν οὕτω στενωπῷ, ἐν θέσει τοσοῦτον στενῇ, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 516. 45. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., στενωπὸς (ἐξυπακ. ὁδός), ἡ, στενὴ δίοδος, πέραμα, πορθμός, ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, στεινωπὸν ἐπλέομεν Ὀδ. Μ. 234· στενωποῦ πλησίον θαλασσίου Αἰσχύλ. Πρ. 364· στ. ἁλὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 333, πρβλ. 549· (οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, στ. ὕδωρ Ἕλλης Διον. Π. 515)· στενὴ δίοδος μεταξὺ ὀρέων, «δερβένι», Σοφ. Ο. Τ. 1399, Ἀρρ. Ἀν. 6. 22, κτλ.· στενὴ ὁδός, δρομίσκος ἐν τῇ πόλει, Λατ. angiportus, Φερεκρ. ἐν “Μεταλλεῦσιν” 1. 4, Νικόστρ. ἐν «Συρ.» 1, Διόδ. 12. 10, Παυσ. 5. 15, 2· στ. Ἅιδου, ἡ στενὴ εἴσοδος τοῦ Ἅιδου, παρ’ Οὐεργιλ. fauces, Σοφ. Ἀποσπ. 716· ἐπὶ τῶν αἱματηφόρων ἀγγείων, Πλάτ. Τίμ. 70Β. Ὁ Λουκ. ἐν Νιγρ. 22 ἔχει ἀρσ.· καὶ στενωπὴ δὲ ὡσαύτως μνημονεύεται, ἴδε ἐν λέξ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στενωπός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν και -ή ΜΑ, και ιων. τ. στεινωπός Α
το θηλ. ως ουσ. η στενωπός
α) στενή δίοδος, στενό πέρασμα
β) στενός δρόμος, σοκάκι
γ) στενή διάβαση μεταξύ βουνών, κλεισούρα, δερβένι, τα στενά
νεοελλ.
κάπως στενός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει στενή έξοδο, στενόποροςπόντος στεινωπός», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
1. ως ουσ. (για αιμοφόρα αγγεία) στενός πόρος
2. φρ. «στενωπὸς Ἅδου» — η στενή είσοδος του Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός / στεινός + -ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στερ-ωπός].

Greek Monotonic

στενωπός: Ιων. στειν-ωπός, -όν (στενός, ὤψ
I. αυτός που φαίνεται στενός, δυσχερής, περιορισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως ουσ., στενωπὸς (ενν. ὁδός), , στενό πέρασμα ή στενός δρόμος, στενό, στενάκι, σοκάκι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Middle Liddell

στεν-ωπός, Ionic στειν-ωπός, όν στενός, ὤψ]
I. narrow-looking, narrow, strait, confined, Il.
II. as substantive, στενωπός (sc. ὁδόσ), a narrow passage or way, strait, Od., etc.

English (Woodhouse)

defile, narrow sea passage, narrow strip of sea, narrow way, pass

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δύσκολος˙ ὡς οὐσ.= πέρασμα). Ἀπό τό στενός + ὤψ τοῦ ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη στενός.