σύγκλητος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ον, A called together, summoned, στράτευμα E.IA 301 (lyr.); σύγκλητον τήνδε γερόντων . . λέσχην S.Ant.160 (anap.); οἱ σ. invited guests, Poll.6.12. II σ. ἐκκλησία at Athens, an assembly specially summoned, opp. κυρία, Decr. ap. D.18.37, cf. 73, IG22.945.5 (ii B.C.). 2 generally, σύγκλητος (sc. βουλή), ἡ, summoned council, opp. ἐκκλησία, Arist.Pol.1275b8; at Carthage, Plb.10.18.1; in the Achaean League, Id.29.24.6, IG7.411.13 (Oropus, ii B.C.); freq. of the Roman Senate, Plb.21.1.3, al., Str.3.4.20, D.S.4.83, etc., and in Inscrr., as SIG591.68 (Lampsacus, ii B.C.), 785.12 (Chios, i A.D.), etc.; personified, θεὸς Σ. OGI479.4 (Dorylaeum, ii A.D.): cf. συγκλείς. 3 πρὸς τὴν σ. dub. sens. in PTeb.5.197 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 968] zusammengerufen; γερόντων λέσχη, Soph. Ant. 159; στράτευμα, Eur. I. A. 301; ἐκκλησία, Dem. 18, 73, s. ἐκκλησία; – ἡ σύγκλητος, sc. βουλή, die Rathsversammlung, Arist. pol. 3. 1, der Senat, Pol. oft.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
convoqué, assemblé : σύγκλητος ἐκκλησία DÉM assemblée par convocation, càd extraordinaire (p. opp. à κυρία) ; ἡ σύγκλητος (βουλή) assemblée délibérante.
Étymologie: συγκαλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκλητος -ον [συγκαλέω] bijeengeroepen; in Athene. σ. ἐκκλησία bijeengeroepen vergadering Dem. gew. subst.. ἡ σύγκλητος ( sc. βουλή ), in Griekenland Raad; in Rome Senaat.
Russian (Dvoretsky)
σύγκλητος: II ἡ (sc. ἐκκλησία или βουλή)
1 синклет или синклит (государственный совет) Arst., Polyb.;
2 (в Риме) сенат: οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου Polyb. сенаторы; τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα Polyb. (лат. senatus consultum) сенатское постановление.
созванный (γερόντων λέσχη Soph.): σ. ἐκκλησία Dem. чрезвычайное народное собрание.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλητος: -ον, ὁ συγκεκλημένος ὁμοῦ, συγκληθείς, στράτευμα διάφ. γραφ. ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 301 (ἴδε σύγκλυς), σύγκλητον τήνδε γερόντων... λέσχην Σοφοκλ. Ἀντ. 159˙ οἱ σ., προσκεκλημένοι δαιτυμόνες, Πολυδ. Ϛ΄, 12. ΙΙ. σ. ἐκκλησία, ἐν Ἀθήναις, ἰδιαιτέρα ἔκτακτος συνέλευσις ἣν συνεκάλει ὁ στρατηγὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς συνήθεις (τακτικὰς) συνελεύσεις αἵτινες ἐκαλοῦντο αἱ κύριαι), Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 2, πρβλ. 249. 12, καὶ Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) καθόλου, σύγκλητος (δηλ. ἐκκλησία), ἡ, νομοθετικὸν σῶμα, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10˙ ἐν Ἄργει, Συλλ. Ἐπιγρ. 1124˙ ἐν Καρχηδόνι, Πολύβ. 10. 18, 1˙ καὶ ἐν τῇ συμπολιτείᾳ τῶν Ἀχαιῶν, ὁ αὐτ. 29. 9, 6˙ συχν. ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς γερουσίας, Senatus, ὁ αὐτ. 20. 12, 3, κ. ἀλλ.˙ ὡσαύτως, ἐν Ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 7., 2222, κ. ἀλλαχοῦ.
Greek Monolingual
η / σύγκλητος, -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. σύνκλητος και θεσσ. τ. θηλ. συγκλείς, -εῖτος, Α συγκαλῶ
το θηλ. ως ουσ. η σύγκλητος
κυβερνητικό και συμβουλευτικό σώμα της αρχαίας Ρώμης που διατηρήθηκε σε όλες τις πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν, καθώς και στο Βυζάντιο, υπέστη όμως αλλαγές ως προς τη σύνθεση και τις δικαιοδοσίες του
νεοελλ.
ενιαύσιο διοικητικό σώμα τών πανεπιστημίων ή άλλων ανώτατων σχολών το οποίο αποτελείται από καθηγητές τους
αρχ.
1. αυτός που συναθροίστηκε με πρόσκληση στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό («σύγκλητον στράτευμα», Ευρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σύγκλητοι
οι προσκεκλημένοι
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σύγκλητος
(ενν. βουλή) νομοθετικό σώμα διαφόρων πολιτειών, η βουλή, σε αντιδιαστολή προς την εκκλησία του δήμου
4. φρ. α) «σύγκλητος ἐκκλησία» — έκτακτη συνέλευση την οποία συγκαλούσε ο στρατηγός, σε αντιδιαστολή προς την κυρία, την τακτική συνέλευση
β) «Σύγκλητος θεός»
(ως επιγραφή σε νομίσματα πόλεων της Μικράς Ασίας) η γερουσία της Ρώμης.
Greek Monotonic
σύγκλητος: -ον, I. αυτός που έχει συγκληθεί, κληθεί από κοινού, αυτός που έχει συγκεντρωθεί κατόπιν κλήσεως, σε Σοφ.
II. σύγκλητος ἐκκλησία, στην Αθήνα, έκτακτη συνέλευση που συγκαλούσε ειδικά ο στρατηγὸς (αντίθ. προς τις συνήθεις, τακτικές συνελεύσεις, αἱ κυρίαι), σε Ψήφ. παρά Δημ.· γενικά, σύγκλητος (ενν. ἐκκλησία), ἡ, το νομοθετικό σώμα της Συγκλήτου, σε Αριστ.
Middle Liddell
σύγ-κλητος, ον,
I. called together, summoned, Soph.
II. ς. ἐκκλησία at Athens, an assembly specially summoned by the στρατηγός (opp. to the ordinary meetings, αἱ κυρίαἰ, Decret. ap. Dem.:—generally, σύγκλητος (sc. ἐκκλησίἀ, a legislative body, Arist.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συγκαλῶ → σύν + καλῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.