συνεμπίπτω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A fall or be put in also, ἐς τὸ πῦρ Luc.Peregr.24, cf. DMort.10.4. 2 fall on or attack together, Plu.Brut.42 (s. v.l.); of diseases, σ. τινί Hp. Acut.42, Gal.16.493, Aret.SA2.6 codd. (leg. συμπ-). 3 befall also, εἴ τι τοιοῦτον συνεμπέσοι αὐτῷ might befall him too, Arist.Rh.Al. 1444a14. 4 to be thrown together, κατὰ τὠυτό Hp.Vict.1.27 (v.l. συνεκ-), cf. Plu.2.399e; coincide in form, -ουσαι λέξεις A.D.Pron.52.4, al.; τοῖς παλαιοῖς, i.e. by repeating their words, Artem.2.1; of metrical phrases, Sch.Ar.Nu.651; Astrol., come together, Vett.Val.90.27, 333.23. 5 fall to be included in, σὺν τοῖς καὶ εἰς τούτους συνεμπεσουμένοις φορτίοις πᾶσι POxy.243.33 (i A.D.), cf. 503.14 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1014] (s. πίπτω), mit od. zugleich hinein od. darauf fallen, mit einen Einfall machen; Luc. mort. Peregr. 24; Plut.; – zusammentreffen, Isocr. frg. bei Spengel 161.
French (Bailly abrégé)
ao.2 συνενέπεσον, pf. συνεμπέπτωκα;
I. 1 tomber ensemble sur ou dans, avec ἐς et l'acc.;
2 attaquer ensemble;
II. fig. 1 se rencontrer;
2 coïncider, s'accorder avec, dat. ou πρός et l'acc..
Étymologie: σύν, ἐμπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εμπίπτω tegelijk of samen in (...) vallen of erin vallen. Luc. tegelijk overvallen, met dat. iem.
Russian (Dvoretsky)
συνεμπίπτω: (aor. 2 συνενέπεσον, pf. συνεμπέπτωκα)
1 одновременно падать, обрушиваться, наваливаться (sc. εἰς τὸ πορθμεῖον Luc.);
2 одновременно бросаться, устремляться (ἐς τὸ πῦρ Luc.);
3 складываться, происходить, приключаться (κατὰ τύχην Plut.);
4 совпадать (τινί Arst.);
5 совместно нападать: οἱ μὴ κυκλωσάμενοι, ἀλλὰ συνεμπεσόντες Plut. (отряды), шедшие не в обход, а во фронтальное наступление.
Greek Monolingual
Α ἐμπίπτω
1. πέφτω μέσα μαζί («συνεμπίπτειν εἰς τὸ πῡρ», Λουκιαν.)
2. επιτίθεμαι, προσβάλλω μαζί
3. (για νόσο) ενσκήπτω ταυτοχρόνως
4. γίνομαι ταυτοχρόνως, συμπίπτω («εἴ τι τοιοῦτον συνεμπέσοι αὐτῷ», Αριστοτ.)
5. συμβαίνω κατά παρόμοιο τρόπο
6. συμπεριλαμβάνομαι
7. (στην αστρολογία) έρχομαι συγχρόνως.
Greek Monotonic
συνεμπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
1. πέφτω εντός από κοινού ή επιπίπτω, συμπίπτω μαζί, σε Λουκ.
2. επιπίπτω, εφορμώ ή επιτίθεμαι από κοινού, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεμπίπτω: ἐμπίπτω ὁμοῦ, πίπτω ἐντὸς ὁμοῦ, συνεμπεσὼν ἐς τὸ πῦρ Λουκ. Περεγρ. 24, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 10. 4. 2) ἐπιπίπτω, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, Πλουτ. Βροῦτ. 42· ἐπὶ νόσων, σ. τινὶ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Ἀρεταῖ. 3) συμβαίνω συγχρόνως, τινὶ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 32, Πλούτ., κλπ· πρὸς ἄλληλα τῶν γραμμάτων συμπεσόντων ἀπετελέσθη τὸ βιβλίον ὁ αὐτ. 2. 399Ε. 4) εἶμαι ὅμοιος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651, Α. Β. 814, κτλ.
Middle Liddell
fut. -πεσοῦμαι
1. to fall in or upon together, Luc.
2. to fall on or attack together, Plut.