κρεάγρα

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεάγρα Medium diacritics: κρεάγρα Low diacritics: κρεάγρα Capitals: ΚΡΕΑΓΡΑ
Transliteration A: kreágra Transliteration B: kreagra Transliteration C: kreagra Beta Code: krea/gra

English (LSJ)

ἡ, (κρέας, ἀγρέω) flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.Eq.772 (ubi v. Sch.), V.1155, Anaxipp.6.2, LXX 1 Ki.2.14, PLond. 2.191.10 (ii A. D.), etc.: generally, hook to seize or drag by, Ar.Ec. 1002.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
crochet ou fourchette pour tirer la viande du pot.
Étymologie: κρέας, ἀγρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεάγρα -ας, ἡ [κρέας, ἀγρέω] vleeshaak; haak, vork.

German (Pape)

ἡ, Fleischzange od. -gabel, mit der man Fleisch aus dem Topfe nimmt, Ar. Eq. 769, wo der Schol. zu vgl., und öfter; Anaxipp. Ath. IV.169b; εὐχάλκωτος, εὔγναμπτος, Leon.Tar. 14 (VI.365), und öfter in der Anth. – Übh. = ein Haken, Ar. Eccl. 1002.

Russian (Dvoretsky)

κρεάγρα:
1 крюк для мяса (род суповой вилки) Arph., Anth.;
2 крюк (вообще) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κρεάγρα: ἡ, (κρέας, ἀγρέω) περόνη ἢ λαβὶς δι’ ἥς τὸ κρέας ἐλαμβάνετο ἐκ τῆς χύτρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 772 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Σφ. 1155, Ἀνάξιππ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· καθόλου ἄγκιστρον δι’ οὗ λαμβάνει τις καὶ σύρει τι, ἁρπάγη, Λατ. harpago, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1002.

Greek Monolingual

η (Α κρεάγρα)
περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο του κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾶν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.)
αρχ.
άγκιστρο, αρπάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστάγρα, ποδάγρα].

Greek Monotonic

κρεάγρα: ἡ (κρέας, ἀγρέω), λαβίδα για το κρέας ώστε να μπορεί κάποιος να το πιάνει μέσα από τη χύτρα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κρε-άγρα, ἡ, κρέας, ἀγρέω
a flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.