κέλευσμα
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
or κέλευμα (v. infr.), ατος, τό, (κελεύω) order, command, A.Eu.235, S.Ant.1219 (pl.), etc.; call, summons, A.Ch.751 (pl.): in Prose, word of command in battle, Hdt.4.141, 7.16, cf. E.Hec.929 (lyr.); ὁ Κύριος ἐν κ. καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ 1 Ep.Thess.4.16; also, the call of the κελευστής (q.v.), which gave the time to the rowers, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος all at once, Th.2.92, D.S.3.15; ἐξ ἑνὸς κελεύματος Sophr.25; ἐκ κελεύματος = at the word of command, A.Pers.397, cf.E.IT1405; καχάζετε… ἀπὸ κ. Eub.8; στρατεύσονται ἀφ' ἑνὸς κ. LXX Pr.30.27; of the boatswain's pipe, κέλευσμα προσαυλεῖν Phld.Mus.p.15 K.; also, the call of the driver to his horses, κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Pl.Phdr.253d; of the huntsman to his hounds, X.Cyn.6.20; κ. κυνηγετῶν S.Ichn.225. (κέλευμα is the more ancient form, as in A.Pers.397, Ch.751, S., Sophr., Pl. (codd.l.c.), X., ll.cc., v.l. in Hdt. ll. cc., Th. l. c.)
German (Pape)
[Seite 1415] τό (vgl. κέλευμα), der Befehl, das Geheiß, Gebot; Λοξίου κελεύσμασιν ἥκω Aesch. Eum. 226, wie Soph. Ant. 1204; Zuruf, Aesch. Ch. 740; Geschrei, Eur. Hec. 922; auf dem Schiffe der Takt, nach dem gerudert wird, u. den der κελευστής angiebt, ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύσματος Aesch. Pers. 389; ὥςπερ σὸν κέλευσμα ἐφίεται Eur. I. T. 1483; in Prosa, ἐπακούσας τῷ πρώτῳ κελεύσματι Her. 4, 141; ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος ἐμβοήσαντες Thuc. 2, 92, an die obige Stelle des Aesch. erinnernd.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ordre, commandement ; ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος THC tous à un seul commandement, càd tous à la fois ; particul. chant cadencé du chef des rameurs pour régler le mouvement des rames;
2 appel, cri.
Étymologie: κελεύω.
Russian (Dvoretsky)
κέλευσμα: и κέλευμα, ατος τό
1 приказ, приказание (Λοξίου κελεύσμασιν ἥκω Aesch.; κελεύματι ἐπακούσας или πειθόμενος Her.);
2 боевой клич, призыв (κ. δ᾽ ἦν κατ᾽ ἄστυ Τροίας τόδε Eur.; ἐν κελεύσματι καὶ ἐν σάλπιγγι NT);
3 команда: ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος Thuc. и ἐκ κελεύσματος Aesch. по общей команде, дружно, разом;
4 зов, крик (νυκτίπλαγκτα κελεύματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κέλευσμα: ἢ κέλευμα, τό, (κελεύω), διαταγή, προσταγή, παραγγελία, παράγγελμα, ἐντολή, Αἰσχύλ. Εὐμ. 235, Σοφ. Ἀντ. 1204, κτλ.· κλῆσις, πρόσκλησις, Αἰσχύλ. Χο. 751·- παρὰ πεζοῖς, τὸ ἐν τῇ μάχῃ πρόσταγμα, Ἡρόδ. 4. 141., 7. 16, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 929· ὡσαύτως ἡ φωνὴ τοῦ κελευστοῦ (ὃ ἴδε), διδόντος τὸ πρόσταγμα εἰς τοὺς κωπηλατοῦντας, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος, «ἐκ μιᾶς παραγγέλσεως» Σχολ., ἐν τῷ ἅμα, Θουκ. 2. 92, Διόδ. 3. 15· ἐξ ἑνὸς κελεύματος Σώφρων 51 Ahr.· ἐκ κελεύσματος, κατὰ τὸ πρόσταγμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Εὐρ. Ι. Τ. 1405· καχάζετ’ ἀπὸ κ. Εὔβουλ. ἐν «Δαμαλ.» 1·- ὡσαύτως ἡ παρακέλευσις τοῦ ἡνιόχου πρὸς τοὺς ἵππους, κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Πλάτ. Φαῖδρ. 253D· τοῦ κυνηγοῦ πρὸς τοὺς κύνας, Ξεν. Κυν. 6. 20. (Ὁ τύπος, κέλευμα, φαίνεται ἀρχαιότερος· ὅρα τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Χο. 751, πρβλ. Λοβ. Αἴ. σ. 323.)
English (Thayer)
κελεύσματος, τό (κελεύω), from Aeschylus and Herodotus down, an order, command, specifically, a stimulating cry, either that by which animals are roused and urged on by Prayer of Manasseh, as horses by charioteers, hounds by hunters, etc., or that by which a signal is given to men, e. g. to rowers by the master of a ship (Lucian, tyr. or catapl. c. 19), to soldiers by a commander (Thucydides 2,92; ἐν κελεύσματι, with a loud summons, a trumpet-call, 1 Thessalonians 4:16.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα)
πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή
νεοελλ.
ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας
αρχ.
1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή
3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για στόλο) το πρόσταγμα, η διαταγή που δίνεται για ενέργεια
4. (για άλογα ή σκυλιά) παρότρυνση, παρακίνηση, παράγγελμα που δίνεται από τον ηνίοχο ή τον κυνηγό (α. «κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται», Πλάτ.
β. «κέλευσμα κυνηγετῶν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κελευσ- (πρβλ. αόρ. ε-κέλευσ-α) του κελεύω. Από το ίδιο θ. προέρχονται επίσης τα παράγωγα κελευσμός και κελευσμοσύνη.
Greek Monotonic
κέλευσμα: ή κέλευμα, -ατος, τό (κελεύω), διαταγή, προσταγή, κέλευσμα, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· κάλεσμα, πρόσκληση, κλήτευση, σε Αισχύλ.· πρόσταγμα στη μάχη, σε Ηρόδ.· επίσης, το κέλευσμα του κελευστοῦ (βλ. αυτ.) που έδινε το πρόσταγμα στους κωπηλάτες, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος, από ένα πρόσταγμα, σε Θουκ.· ἐκ. κελεύσματος, κατά το πρόσταγμα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κελεύω
an order, command, behest, Aesch., Soph., etc.; a call, summons, Aesch.:— the word of command in battle, Hdt.; also the call of the κελευστής (q.v.), which gave the time to the rowers, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος all at once, Thuc.; ἐκ κελεύσματος at the word of command, Aesch.
Chinese
原文音譯:kšleusma 咳留士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:命令(果效) 相當於: (חָצַץ)
字義溯源:激勵的呼喊,命令,吩咐,信號,呼叫的聲音,發號令的聲音;源自(κελεύω)=激勵,邀請);而 (κελεύω)出自(κελεύω)X*=力言)
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 發號令的聲音(1) 帖前4:16
English (Woodhouse)
command, boatswain's signal, word of command
Translations
command
Afrikaans: bevel, opdrag, gebod; Albanian: urdhër; Arabic: أَمْر; Egyptian Arabic: امر; Armenian: հրաման; Aromanian: dimãndari, dimãndare; Azerbaijani: buyruq; Bashkir: бойороҡ; Basque: agindu, men; Belarusian: загад, каманда, прыказ, расказ; Bengali: আদেশ, আজ্ঞা; Bulgarian: заповед, нареждане, повеление, команда; Burmese: အမိန့်; Catalan: ordre, manat; Chinese Mandarin: 命令; Czech: příkaz, rozkaz, povel; Danish: ordre; Dutch: opdracht, bevel; Esperanto: komando, ordono; Estonian: käsk; Finnish: käsky, komento; French: commandement, ordre; Old French: comandement; Galician: orde, mandado; Georgian: ბრძანება, განკარგულება; German: Befehl, Kommando; Greek: εντολή; Ancient Greek: ἐντολή, κέλευσμα; Hebrew: פְּקֻדּה, מצווה / מִצְוָה; Hindi: आदेश, आज्ञा, दस्तूर, फ़रमान, अम्र, हुक्म; Hungarian: parancs; Irish: tiomnú; Italian: comando, ordine; Japanese: 命令; Kazakh: бұйрық; Khmer: បង្គាប់, បញ្ជា, អាណា; Korean: 명령(命令); Kurdish Central Kurdish: فەرمان; Northern Kurdish: firman; Kyrgyz: буйрук; Lao: ຄຳສັ່ງ; Latin: edictum, iussus, mandatum; Latvian: pavēle; Lithuanian: įsakymas; Macedonian: наредба, заповед, команда; Mongolian Cyrillic: тушаал; Norwegian Bokmål: ordre, kommando; Occitan: òrdre; Old Church Slavonic Cyrillic: заповѣдь; Old English: bebod, hǣs; Old French: comandement; Oromo: ajaja; Pashto: امر, حکم; Persian: فرمان, ارد, دستور, امر, حکم; Plautdietsch: Befäl, Jeheet; Polish: rozkaz, komenda; Portuguese: comando, ordem; Romanian: ordin, comandă; Russian: приказ, команда, повеление, наказ, приказание, распоряжение; Sanskrit: आज्ञा; Scottish Gaelic: òrdugh; Serbo-Croatian Cyrillic: за̏пове̄д, за̏повије̄д, ко̀ма̄нда, наредба; Roman: zȁpovēd, zȁpovijēd, kòmānda, náredba; Slovak: príkaz, rozkaz; Slovene: ukȁz; Spanish: orden, mandato; Swedish: order, kommando; Tagalog: utos, kautusan; Tajik: амр, фармон, дастур, ҳукм; Tatar: боерык; Telugu: ఆజ్ఞ, ఉత్తరువు, ఆనతి; Thai: สั่ง, คำสั่ง, อาเทศ, บัญชา; Tocharian B: raki; Turkish: emir, komut, buyruk; Turkmen: buýruk; Ukrainian: наказ, команда, приказ, розказ, загад, розпорядження; Urdu: حکم, فرمان, امر, دستور; Uyghur: بۇيرۇق; Uzbek: buyruq; Vietnamese: mệnh lệnh