ἄσκοπος

From LSJ
Revision as of 22:35, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκοπος Medium diacritics: ἄσκοπος Low diacritics: άσκοπος Capitals: ΑΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: áskopos Transliteration B: askopos Transliteration C: askopos Beta Code: a)/skopos

English (LSJ)

(A), ον, (σκοπέω) A inconsiderate, heedless, Il.24.157, Timo 5, etc.; ὄμμα Parm.1.35; ἄσκοποί τινος unregardful of... A.Ag.462 (lyr.). Adv. ἀσκόπως = heedlessly, Babr.95.39. II Pass., not to be seen, invisible, πλάκες ἄ., of the nether world, S.OC1682 (lyr.), cf. E.Hyps.Fr.57.21 (lyr.). 2 not to be understood, unintelligible, ἔπος A.Ch.816 (lyr.), cf. S.Ph.IIII (lyr.); πρᾶγος Id.Aj.21; ἄσκοπος χρόνος unknown time, Id.Tr.246; unimaginable, ἄ. ἁ λώβα Id.El.864 (lyr.); bewildering, strange, ἤργασαι δέ μ' ἄσκοπα ib.1315. 3 = ἄσκεπτος, unconsidered, Gal.7.432.
ἄσκοπος (B), ον, (σκοπός) A aimless, βέλος D.H.8.86; κίνησις Phlp. in Ph.846.25; ἄσκοπα τοξεύειν Luc.Tox.62. Adv. ἀσκόπως, εἰκῇ καὶ ἀ. χρήσασθαι τοῖς πράγμασιν Plb.4.14.6; πλανώμενος ἀ. Plu.Dio49; ἀ. λόγους ῥίπτειν Longus 4.31, cf. Ath.Mech.3.9, Cleom.2.4, Phlp.in Ph.902.19; οὐκ ἀ. εἰκάζειν J.AJ2.2.3, cf. Gal.18(1).768, Alex.Aphr. Pr.Anecd.I.

Spanish (DGE)

-ον
A I1de pers. que no ve, que no se fija de Aquiles οὔτε γὰρ ἐστ' ἄφρων, οὔτ' ἄ. pues no es insensato ni atolondrado, Il.24.157, 186, de Protágoras οὔτ' ἀλιγυγλώσσῳ οὔτ' ἀσκόπῳ οὔτ' ἀκυλίστῳ ni de una voz no clara, ni despreocupado, ni inconmovible Timo SHell.779.2
de los dioses τῶν πολυκτόνων γὰρ οὐκ ἄσκοποι pues no dejan de fijarse en los homicidas A.A.462.
2 fig. ciego νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα dirigir una mirada perdida Parm.B 7.4, ἄσκοπον δέ πως βλέπων mirando sin ver A.Ch.816.
3 que no deja ver, impenetrable οἷσιν ὀμίχλη ἄ. ἐσσομένων Triph.311.
II 1que no se deja ver πάντ' ἄρ' ἐνὶ στήθεσσιν ἔθηκεν ἄσκοπά τε γνῶναι Il.Pers.4.6, ἄσκοποι δὲ πλάκες ἔμαρψαν S.OC 1681, ὅσον ἄσκοπον ἀφεῖται cuanto se deja sin considerar Gal.7.432, de los ángeles AP 1.34, 36 (Agath.).
2 que no se puede considerar o comprender κἀπὶ ταύτῃ τῇ πόλει τὸν ἄσκοπον χρόνον βεβὼς ἦν ἡμερῶν ἀνήριθμον; ¿y en esa ciudad pasó este tiempo inconcebible durante días sin cuento? S.Tr.246, ἄσκοπα κρυπτά τ' ἔπη palabras oscuras y veladas S.Ph.1111, ἄσκοπον ... φωνήν un sonido confuso Nonn.D.45.7, εἴργασαι δέ μ' ἄσκοπα me has hecho cosas increíbles S.El.1315, πρᾶγος ἄσκοπον ἔχει περάνας ha perpetrado una locura inimaginable S.Ai.21
dud. αος ἄσκοπον E.Fr.57.21Bond.
B que no tiene objetivo o finalidad βέλος D.H.8.86, ἄσκοπα τετοξεύκαμεν Luc.Tox.62, ἡ ... κίνησις οὐκ ἄ. ἐστι τῇ φύσει Phlp.in Ph.846.25.
C adv. -ως
1 atolondradamente λέων δ' ἀπ' εὐνῆς ἀ. ἐφορμήσας Babr.95.39
irreflexivamente ἀ. χρήσασθαι τοῖς πράγμασιν Plb.4.14.6.
2 sin atención, inintencionadamente, inadecuadamente πλανώμενος ἐν ταῖς πράξεσιν ἀ. Plu.Dio 49
c. neg. οὐκ ἀ. ὀμφαλὸν τὸ ἄστυ τῆς χῶρας ἐκάλεσαν I.BI 3.52, cf. AI 2.15, οὐκ ἀ. μοὶ δοκεῖ Gal.18(1).768, τοῦτο οὔτε Δρύας ἀ. ἔρριψε Longus 4.31.1.

German (Pape)

[Seite 371] 1) unvorsichtig, unbedachtsam, Il. 24, 157. 186; οὐκ ἄσκ. θεοὶ τῶν πολυκτόνων Aesch. Ag. 449, d. i. wohl beachtend. – 2) ungesehen, πλάκες Soph. O. C. 1680; unvorhergesehen, unbegreiflich, πρᾶγος, λώβα Ai. 21 Phil. 1111 El. 864; dunkel, ἔπος Aesch. Ch. 803. – 3) (σκόπος), ohne Ziel, unendlich, χρόνος Soph. Tr. 246; ἄσκοπα τοξεύειν, das Ziel nicht erreichen, Luc. Tox. 62; βέλος Dion. Hal. 8, 86.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
I. inconsidéré, irréfléchi;
II. 1 qu’on ne peut observer, invisible;
2 qu'on ne peut se représenter, inintelligible, obscur, impossible à prévoir, incroyable, incalculable, immense.
Étymologie: , σκέπτομαι.

English (Autenrieth)

(σκοπέω): inconsiderate, Il. 24.157.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἄσκοπος, -ον) σκοπώ (-έω)]
1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος
2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος
αρχ.
1. ο αθέατος, ο αόρατος
2. ο απροσδόκητος
3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί.
(II)
ἄσκοπος, -ον (Α) σκοπός]]
αυτός ο οποίος δεν πετυχαίνει τον στόχο («ἄσκοπα βέλη», «ἀσκόπους λόγους ῥίπτειν»).

Greek Monotonic

ἄσκοπος: -ον (σκοπέω
I. απερίσκεπτος, άστοχος, σε Ομήρ. Ιλ.· απρόσεκτος σ' ένα πράγμα, με γεν., σε Αισχύλ.
II. 1. Παθ., αόρατος, αθέατος, σε Σοφ.
2. αυτός που δεν μπορεί να γίνει ορατός, ακατανότος, ασαφής, σκοτεινός, σε Αισχύλ., Σοφ.· ακατανόητος, ανυπολόγιστος, στο ίδ.
ἄσκοπος: -ον (σκοπός), άσκοπος, μάταιος, τυχαίος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσκοπος:
1 неосмотрительный, безрассудный (οὔτ᾽ ἄφρων οὔτ᾽ ἄ. Hom.);
2 не взирающий, не обращающий внимания (οὐκ ἄ. τινος Aesch.);
3 незримый, невидимый (πλάκες, т. е. γῆς βάθρον Soph.);
4 непостижимый, непредвидимый (λώβα Soph.; τύχη Plut.);
5 непонятный, темный (ἔπος Aesch., Soph.);
6 необозримый, т. е. бесконечно долгий (χρόνος Soph.);
7 невообразимый, неслыханный (πρᾶγος Soph.).
бьющий мимо цели (ἄσκοπα τοξεύειν Luc.).

Middle Liddell

1 σκοπέω
I. inconsiderate, heedless, Il.: unregardful of a thing, c. gen., Aesch.
II. pass. unseen, invisible, Soph.
2. not to be seen, unintelligible, obscure, Aesch., Soph.: inconceivable, incalculable, Soph.
2 σκοπός
aimless, random, Luc.

English (Woodhouse)

dark, intricate, obscure, vague, hard to understand, hard to unravel, not to be discovered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)