σύνεση

From LSJ
Revision as of 08:49, 13 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

η / σύνεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α συνίημι
φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα»
Συνώνυμα: γνώση, γνωστικάδα, επιγνωμοσύνη, εχεφροσύνη, λογική, μυαλό, μυαλοσύνη, νουνέχεια, περίνοια, σωφροσύνη, φρόνηση, φρονιμάδα, φρονιμότητα
β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ.
γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)
νεοελλ.
φρ. «σχήμα κατά σύνεσιν» — το σχήμα κατά το νοούμενον, κατά το οποίο η συμφωνία όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με βάση αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπο
μσν.
1. ικανότητα, δεξιότητα («γενναῖος παλαιστής, μέγας ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)
2. έννοια, σημασία («ἐπὶ τῷ γνῶναι καὶ ὑμῦς τοῦ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)
3. ένστικτο («τὴν ἐν αὐτοῖς τοῖς ζῴοις δεδομένην σύνεσιν πρὸς τὸ γεννᾱν καὶ ἐκτρέφειν» Θεοφρ. Αντ.)
4. απόφασηκατά γε τὴν τοῦ λαοῦ καὶ τῆς ἡμετέρας προαιρέσεως σύνεσίν τε καὶ βούλησιν», Ευσ.)
5. συγκατάθεση
6. γραμμ. υπόταξη, συνδυασμός προτάσεων
7. (ως τιμητική προσφώνηση) η σωφροσύνη σου («τὰ γραφέντα παρά τῆς ὑμετέρας συνέσεως», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
η αντιληπτική ικανότητα, η ευφυΐα, το να κατανοεί εύκολα κανείς κάτι σε αντιδιαστολή πρός τη σοφία, τη γνώση της αλήθειας (α. «σοφίας μὲν γὰρ πνεῦμα Σολομῶν ἔσχε, συνέσεως δὲ καὶ βουλῆς Δανιήλ», Ιουστίν.
β. «ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν καταργήσω», ΠΔ)
αρχ.
1. (για ποταμούς ή γραμμές) συνάντηση, συμβολή
2. η συνείδηση («οὐδεὶς οὕτως οὔτε μάρτυς ἐστὶ φοβερὸς οὔτε κατήγορος δεινὸς ὡς ἡ σύνεσις ἡ ἐγκατοικοῦσα ταῖς ἑκάστων ψυχαῑς», Πολύβ.)
3. η γνώση, σε αντιδιαστολή προς την άγνοια
4. κλάδος τέχνης ή επιστήμης
5. αναφορά, έκθεση.

Translations

prudence

Azerbaijani: ehtiyat; Bulgarian: предпазливост, благоразумие, разсъдливост; Catalan: prudència; Cherokee: ᎨᏯᏔᎯ; Chinese Mandarin: 謹慎, 谨慎, 審慎, 审慎; Czech: obezřetnos; Esperanto: prudento; Finnish: harkitsevuus, varovaisuus; Galician: prudencia; German: Klugheit, Umsicht, Besonnenheit; Ancient Greek: φρόνησις; Hungarian: megfontoltság; Italian: prudenza; Kazakh: абайлағыштық, мұқияттылық; Latin: prudentia; Maori: ngārahu, ngārehu, matawhāititanga; Occitan: prudéncia; Persian: تدبیر‎, کیاست‎; Polish: roztropność, przezorność; Portuguese: prudência; Romanian: prudență; Russian: благоразумность, дальновидность, осмотрительность, расчётливость; Scottish Gaelic: gliocas; Spanish: prudencia; Turkish: ihtiyat

judgment

Azerbaijani: mühakimə; Bulgarian: разсъдителност; Catalan: seny, esma, coneixement; Chinese Mandarin: 判斷能力, 判断能力; Czech: soudnost; Danish: dømmekraft; Dutch: gezond oordeel; Finnish: arvostelukyky; Georgian: გონიერება, გამჭრიახობა; German: Urteilsvermögen; Greek: κρίση; Norwegian Bokmål: dømmekraft; Nynorsk: dømmekraft, dømekraft; Polish: rozsądek, rozeznanie, wyczucie; Portuguese: juízo; Romanian: judecată; Russian: суждение; Turkish: muhakeme kabiliyeti, muhakeme yeteneği, farketme, seziş; Ukrainian: судження; Walloon: djudjmint