καράτομος

From LSJ
Revision as of 08:19, 15 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρᾱ́τομος Medium diacritics: καράτομος Low diacritics: καράτομος Capitals: ΚΑΡΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: karátomos Transliteration B: karatomos Transliteration C: karatomos Beta Code: kara/tomos

English (LSJ)

(proparox.), ον, (τέμνω)
A beheaded, Γοργών E. Alc.1118 (dub.l.); καράτομος ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Id.Tr.564 (lyr.); so Ἕκτορος… κ. σφαγαί Id.Rh.606.
2 cut off from the head, καράτομοι χλιδαί one's shorn locks, S.El.52.
II parox., Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à qui l'on a coupé la tête;
2 détaché de la tête.
Étymologie: κάρα, τέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καράτομος -ον [κάρα, τέμνω] onthoofd. van het hoofd gesneden:. τύμβον καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες de tombe met afgesneden weelde (d.w.z. haar) bekransend Soph. El. 52.

German (Pape)

geköpft, enthauptet; Γοργώ Eur. Alc. 1121, Tr. 564; χλιδαὶ καρ., vom Haupt geschnitten, Soph. El. 52.

Russian (Dvoretsky)

κᾰράτομος: (ρᾱ)
1 обезглавленный (Γοργώ Eur.);
2 отделенный от головы, срезанный с головы (χλιδαί Soph.).

Greek Monolingual

καράτομος, -ον (Α)
1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος
2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» — με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. απότομος, νεό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (πρβλ. και καρατόμος)].

Greek Monotonic

κᾰράτομος: [ρᾱ], -ον, (τέμνω),
1. αποκεφαλισμός, σε Ευρ.· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. η σφαγή τους, στον ίδ.
2. κομμένος, αποκομμένος από το κεφάλι, κ. χλιδαί, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰράτομος: ρᾱ, ον, (τέμνω) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· οὕτως, Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς κόμης πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.

Middle Liddell

κᾰρ¯ά-τομος, ον τέμνω
1. beheaded, Eur.; κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Eur.
2. cut off from the head, κ. χλιδαί one's shorn locks, Soph.