μάκελλα
English (LSJ)
[μᾰ], ης, ἡ, mattock, pick, used for digging and breaking up, Il.21.259, Luc.Hes.7: metaph., Τροίαν κατασκάψαντα Διὸς μακέλλῃ A.Ag.526; μ. Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ S.Fr.727, cf. Ar.Av.1240.
German (Pape)
[Seite 84] ἡ (κέλλω, vgl. δίκελλα), Schaufel, Spaten, Hacke, Il. 21, 259; Τροίαν κατασκάψαντα τοῦ δικηφόρου Διὸς μακέλλῃ, Aesch. Ag. 512, des rächenden Zeus Grabscheit, wobei man an den Blitz denkt. Vgl. Ar. Av. 1240.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pioche, hoyau ; fig. μάκελλα Διός ESCHL le hoyau de Zeus, càd la foudre.
Étymologie: DELG cf. δίκελλα.
Russian (Dvoretsky)
μάκελλα: ион. μᾰκέλλη (μᾰ) ἡ однозубая мотыга Hom.: τοῦ Διὸς μ. Aesch. Зевсова мотыга, т. е. молния.
Greek (Liddell-Scott)
μάκελλα: [μᾰ], ης, ἡ, (μία, κέλλω, ὡς δίκελλα ἐκ τοῦ δίς, κέλλω) «σκαπέτι», «τσάπα», οἵαν μεταχειρίζονται καὶ νῦν οἱ κηπουροὶ ὅταν ποτίζωσι τοὺς κήπους, διαφέρει δὲ τῆς δικέλλης, διότι ἐκείνη μὲν ἔχει δύο ὀδόντας ἡ δὲ μάκελλα εἶναι ἐργαλεῖον μὲ πλατεῖαν ἐπιφάνειαν, Ἰλ. Φ. 159, Λουκ. Διάλεξις πρὸς Ἡσ. 7· - Τροίαν κατασκάψαντα Διὸς μακέλλῃ, μεταφορ., ἀντὶ κεραυνῷ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 526· χρυσῇ μ. Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ Σοφ. Ἀποσπ. 767· - τολμηραὶ μεταφοραὶ αὕται, ἃς παρῳδεῖ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1240.
English (Autenrieth)
mattock, Il. 21.259†.
Greek Monolingual
και μακέλλη, η (Α μάκελλα και μακέλη)
γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο, τσάπα, τσαπί («θεράπων μακέλλην ἔχων ἐπιφοροίη τῆς γῆς αὐτοῖς», Λουκιαν.)
μσν.
σφαγείο
αρχ.
μτφ. κεραυνός («μή σου γένος πανώλεθρον Διὸς μακέλλῃ πᾶν ἀναστρέψῃ Δίκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μάκελλα συνδέεται με τον τ. δίκελλα (< δι- < δύο + -κελλα), οπότε ανάγεται σε σμακελλα, του οποίου το β' συνθετικό ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kel- «χτυπώ, λαξεύω» + επίθημα -ya (πρβλ. και θύελλα), ενώ το α' συνθετικό μα- θα αναγόταν σε ΙΕ ρίζα sem- (πρβλ. εἷς), πράγμα που δεν φαίνεται πολύ πιθανό. Κατ' άλλη άποψη, η λ. είναι συμφυρμός μιας αμάρτυρης λ. ματέλη, που αντιστοιχεί στη λατ. mateola «εργαλείο για σκάψιμο», και της λ. δίκελλα. Κατ' άλλους, τέλος, το μάκελλα συνδέεται με αρμ. market «σκαπάνη» — και τούτο οδηγεί στην υπόθεση ότι και τα δύο είναι δάνεια από κοινή πηγή].
Greek Monotonic
μάκελλα: [μᾰ], -ης, ἡ (μία, κέλλω, όπως δί-κελλα από δίς, κέλλω), τσεκούρι με μια αιχμή, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
Middle Liddell
μᾰ́-κελλα, ης, ἡ, [μία, κέλλω, as δίκελλα from δίς, κέλλω.]
a pick-axe with one point, Il., Aesch.
English (Woodhouse)
Translations
Arabic: مِعْوَل; Armenian: բրիչ; Bulgarian: мотика; Burmese: ပေါက်တူး; Catalan: aixada; Chinese:; Mandarin: 鶴嘴鋤, 鹤嘴锄; Crimean Tatar: qazma; Czech: motyka; Dutch: hak; Finnish: kaksiteräinen kuokka; French: pioche-hache; Galician: sacho; German: Mattock, Hacke; Greek: αξίνα; Ancient Greek: σμινύη, δίκελλα, μάκελλα; Hungarian: csákány; Ido: haueto; Italian: piccone; Japanese: マトック; Latin: ligō; Latvian: kaplis; Maori: mātiki; Norwegian:; Bokmål: hakke or; Persian: میتین; Plautdietsch: Hak; Polish: motyka; Portuguese: sacho; Romanian: târnăcop, sapă; Russian: моты́га, киркомоты́га; Slovak: motyka; Spanish: zapapico; Ukrainian: біґа; Welsh: caib