ἀκήρυκτος
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον,
A unannounced, unproclaimed, ἀκήρυκτος πόλεμος = sudden war, Hdt.5.81; also a war in which no herald was admitted, truceless, X.An.3.3.5, Pl.Lg.626a, Aeschin.2.33; ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος D.18.262; ἀκήρυκτος ἔχθρα Plu. Per.30.
2 without flag of truce, τὸ ἀ. τῆς ὁδοῦ App.Mith.104. Adv. ἀκηρύκτως = without proclamation, without proclamation by heralds, ἐφοίτων Th.1.146; cf. ἀκηρυκτεί
II not proclaimed victor by heralds, inglorious, E.Heracl.89, Aeschin.3.230.
III with no tidings, not heard of, S.Tr.45, Nonn.D.9.249.
2 unheralded, ἔρωτες ib.48.653.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no declarado por heraldo πόλεμος Hdt.5.81, Pl.Lg.626a, D.C.46.35.5
•inopinado, sin aviso de una asechanza AP 11.136 (Lucill.)
•no dado a conocer, del que no se tiene noticia ἀ. μένει S.Tr.45, Διόνυσος Nonn.D.21.191, λέκτρα Nonn.D.8.309, ἔρωτες Nonn.D.48.653.
2 desconocido, oscuro, sin gloria σῶμα E.Heracl.89, ὑμεῖς ἀστεφάνωτοι καὶ ἀκήρυκτοι γίγνεσθε Aeschin.3.230.
II sin intervención de heraldo, sin cuartel πόλεμος X.An.3.3.5, ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος πόλεμος D.18.262, ἄσπονδος καὶ ἀ. ἔχθρα Plu.Per.30
•subst. τὸ ἀκήρυκτον = hecho de no pedir una tregua τὸ ἀκήρυκτον τῆς ὁδοῦ App.Mith.104.
III adv. ἀκηρύκτως
1 sin mediación de heraldos ἐφοίτων Th.1.146.
2 sin cuartel πολεμεῖν Poll.1.151; cf. ἀκηρυκτί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non annoncé par un héraut : ἀκήρυκτος πόλεμος guerre soudaine, que l'on ne prend même pas le temps de déclarer HDT, ou guerre implacable, où l'on n'a même pas admis la déclaration du héraut XÉN ; en gén. ἀκήρυκτος ἔχθρα PLUT haine implacable;
2 non proclamé par un héraut ; sans gloire, obscur;
3 dont on n'entend pas parler, dont on ne reçoit pas de nouvelles.
Étymologie: ἀ, κηρύσσω.
German (Pape)
1 nicht durch einen Herold angesagt, πόλεμον ἀκήρυκτον ἐπέφερον Ἀθηναίοις Her. 5.81, sie überzogen die Athener ohne Ankündigung mit Krieg; πόλεμος ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος, ein Krieg, in dem kein Herold mit Friedensanträgen angenommen wird, unversöhnlich, Xen. Hell. 6.4.21; An. 3.3.5; Plat. Legg. I.262a; Dem. 18.262; ἔχθρα Plut. Pericl. 30; Luc. ἄσπονδα καὶ ἀκήρυκτα πάντα Pisc. 36.
2 nicht durch einen Herold ausgerufen, gepriesen, Aesch. 3.230 ἀστεφάνωτοι καὶ ἀκήρυκτοι γίγνεσθε. Ähnlich ἀκήρυκτος μένει Soph. Tr. 45, er bleibt, ohne Nachricht von sich zu geben; σῶμα ἀκήρυκτον Eur. Heracl. 91, ungekannt, ruhmlos. Dah. Nonn. heimlich, z.B. 48.653.
• Adv. ἀκηρύκτως ἐφοίτων παρ' ἀλλήλους, ohne Herold mit einander verkehren, Thuc. 1.146; vgl. τὸ ἀκ. τῆς ὁδοῦ App. Mithrid. 104.
Russian (Dvoretsky)
ἀκήρυκτος:
1 не возвещенный глашатаем, т. е. начатый без предварительного объявления (πόλεμος Her. - ср. 2);
2 не допускающий парламентеров, т. е. непримиримый (πόλεμος Xen., Plat., Dem., Plut.; ἔχθρα Plut.);
3 не объявленный глашатаем (в качестве победителя), т. е. не стяжавший славы, безвестный (σῶμα Eur., ἀστεφἀνωτος καὶ ἀ. Aeschin.);
4 не дающий о себе знать, без вести пропавший: δέκα μῆνας ἀ. μένει Soph. десять месяцев он отсутствует, и нет о нем вестей.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήρυκτος: -ον, ὁ μὴ προαγγελθείς, μὴ προκηρυχθείς· ἀκ. πόλεμος, αἰφνίδιος πόλεμος, Ἡρόδ. 5. 81· ἀλλὰ καί, πόλεμος, καθ’ ὃν δὲν γίνεται δεκτὸς κῆρυξ ἐρχόμενος παρὰ τῶν πολεμίων, ἄνευ ἀνακωχῆς, Ξεν. Ἀν. 3.3, 5, Πλάτ. Νόμ. 626Α· ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος, Δημ. 314. 16· (πρβλ. ἄσπονδος)· ἀκ. ἔχθρα, Πλουτ. Περικλ. 30. 2) ἄνευ κήρυκος, τὸ ἀκ. τῆς ὁδοῦ, τὸ ὅτι τὸ ταξείδιον δὲν εἶχε προετοιμασθῇ διὰ κηρύκων, Ἀππ. Μιθρ. 104. - Ἐπίρρ. -τως, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ἀνάγκη κήρυκος, Θουκ. 1.146, πρβλ. τὸ προηγ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ κηρύκων ἀνακηρυχθεὶς νικητής, ἄδοξος, ἄγνωστος, Εὐρ. Ἡρακλ. 89, Αἰσχίν. 86. 37. ΙΙΙ. περὶ οὗ δὲν ἐκόμισεν ἀγγελίαν κῆρυξ, Σοφ. Τρ. 45.
Greek Monolingual
και -χτος, -η, -ο (Α ἀκήρυκτος, -ον)
αυτός που δεν προαναγγέλθηκε με κήρυκα, που έγινε χωρίς προειδοποίηση, ο ξαφνικός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αναγορευτεί νικητής από κήρυκες, ο άδοξος
2. αυτός, για τον οποίο δεν έφερε ο κήρυκας αγγελία, άγνωστος
3. φρ. «ακήρυκτος πόλεμος», πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν γίνονται δεκτοί κήρυκες με προτάσεις ειρήνης
4. επίρρ. ἀκηρύκτως
χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων (πρβλ. και ἀκηρυκτεί, ἀκηρυκτί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κηρύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηρυκτεί.
Greek Monotonic
ἀκήρυκτος: -ον (κηρύσσω), αυτός που δεν έχει προαναγγελθεί, αυτός που δεν έχει προκηρυχθεί, ἀκ. πόλεμος, αιφνίδιος, ξαφνικός πόλεμος, σε Ηρόδ.· αλλά επίσης κι ένας πολεμος στον οποίο δεν γίνεται δεκτός ένας κήρυκας, άτεγκτος, αδυσώπητος, σε Ξεν., Δημ.· επίρρ. -τως, άνευ της ανάγκης κήρυκα ή της σημαίας ανακωχής, σε Ευρ.
III. ο άνευ ειδήσεων, αυτός που δεν έχει ακουστεί, που δεν έχει κήρυκας κομίσει είδηση γι' αυτόν, σε Σοφ.
Middle Liddell
κηρύσσω
I. unannounced, unproclaimed, ἀκήρυκτος πόλεμος a sudden war, Hdt.; but also a war in which no herald was admitted, implacable, Xen., Dem.:—adv. -τως, without needing a flag of truce, Thuc.
II. not proclaimed by heralds, inglorious, Eur.
III. with no tidings, not heard of, Soph.
Translations
implacable
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий