προστροπή
English (LSJ)
ἡ,
A turning of a suppliant (ἱκέτης) to a god or man to implore protection or purification, supplication, A.Eu.718 (pl.); λιταὶ καὶ π. Plu.2.560e: hence,
2 any address to a god, solemn invocation, θεοὺς.. προστροπαῖς ἱκνουμένη A.Pers.216, cf. E.Alc.1156, IG5(1).26.10 (Amyclae, ii/i B.C.); ἱκεσία ξένων π. E.Heracl.108 (lyr.); π. καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο Aeschin.3.110; θεᾶς ἔχω προστροπήν discharge the duty of ministering to the goddess, E.IT618; but πόλεως προστροπὴν ἔχειν address a petition to the city, S.OC558; of libations, A.Ch.85.
3 προστροπὴ γυναικῶν suppliant band of women, ib. 21.
German (Pape)
[Seite 784] ἡ, eigtl. das sich irgendwohin od. an Jem. wenden, gew. von dem mit Bitten an Einen sich wendenden, um Hülfe flehenden ἱκέτης gesagt; bes. der sich nach einem begangenen Morde od. anderm Verbrechen an einen Gott od. Menschen zur Sühnung u. Reinigung wendet; das Bitten der Hülfeflehenden, u. übh. Flehen, Gebet; θεοὺς δὲ προστροπαῖς ἱκνουμένη, Aesch. Pers. 212; Ch. 21. 83 Eum. 688; τίνα πόλεως ἐπέστης προστροπὴν ἐμοῦ τ' ἔχων, Soph. O. C. 564, welches Ansuchen an die Stadt oder mich habend, wie Eur. θεᾶς τῆσδε προστροπὴν ἔχω, I. T. 618; βωμοὺς κνισσᾶν βουθύτοισι προστροπαῖς, Alc. 1159; Aesch. 3, 110 vrbdt προστροπὴν καὶ ἀρὰν ἰσχυρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο, Verwünschung. – Harpocr. erkl. es = προστρόπαιον u. führt es aus Dinarch. an, also die Blutschuld, Verunreinigung durch ein Verbrechen, dah. προστροπῇ ἐνέχεσθαι, mit einer schweren Schuld behaftet sein.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
prière, supplication : τινος à qqn ; θεᾶς ἔχειν προστροπήν EUR avoir la fonction d'apaiser la déesse, càd être prêtre ou prêtresse.
Étymologie: προστρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προστροπή -ῆς, ἡ [προστρέπω] smeekbede:. τίνα πόλεως... προστροπήν... ἔχων met welke smeekbede tot de stad Soph. OC 558; βουθύτοισι προστροπαῖς met runderoffers bij de smeekbeden Eur. Alc. 1156. opdracht:. θεᾶς... τήνδε προστροπὴν ἔχω dit is de taak die ik voor de godin vervul Eur. IT 618.
Russian (Dvoretsky)
προστροπή: ἡ
1 обращение с просьбой: προστροπήν τινος ἔχειν Soph. обращаться с просьбой к кому-л.;
2 мольба, молитва: θεᾶς ἔχειν προστροπήν Eur. молить богиню, т. е. быть жрецом богини.
Greek (Liddell-Scott)
προστροπή: ἡ, τὸ τρέπεσθαι πρός τινα· ὅθεν ἡ τροπὴ τοῦ ἱκέτου πρός τινα θεὸν ἢ ἄνθρωπον πρὸς αἴτησιν ὑπερασπίσεως καὶ ἁγνισμοῦ, ἡ προσευχὴ ἢ ἱκετεία τοῦ τοιούτου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 718, πρβλ. Πλούτ. 2. 560Ε· - ἀκολούθως πᾶσα πρὸς θεὸν δέησις, προσευχή, μάλιστα σεμνὴ μετὰ θυσιῶν, θεοὺς… προστροπαῖς ἱκνουμένη Αἰσχύλ. Πέρσ. 216, πρβλ. Εὐρ. Ἅλκ. 1156· ἱκεσία ξένων πρ. Εὐρ. Ἡρακλ. 108· προστροπὴν καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο Αἰσχίν. 69. 11· προστροπὴν θεᾶς ἔχω, ἐκτελῶ τὸ καθῆκον τῆς πρὸς τὴν θεὰν λατρείας, δηλ. εἶμαι ἱέρεια αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 618· ἀλλά, πόλεως προστροπὴν ἔχω, κάμνω αἴτησιν πρὸς τὴν πόλιν, Σοφ. Ο. Κ. 558· ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 85. 2) πρ. γυναικῶν, χορὸς γυναικῶν ἱκετευουσῶν, ὁ αὐτ. 21. ΙΙ. ἡ ἐνοχὴ ἢ τὸ ἄγος, μίασμα τοῦ φονέως, Συνέσ. 186Α, 202D.
Greek Monolingual
ἡ, Α προστρέπω
1. ικεσία ενός ανθρώπου που φέρει μίασμα, ιδίως φόνου, σε έναν θεό ή άνθρωπο για εξιλέωση, για εξαγνισμό
2. προσευχή, παράκληση ικέτη («προστροπὴν καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο», Αισχίν.)
3. ενοχή, μίασμα φονιά
4. φρ. α) «θεᾱς ἔχω προστροπήν» — είμαι ιέρεια μιας θεάς
β) «πόλεως προστροπὴν ἔχω» — κάνω αίτηση προς την πόλη
γ) «προστροπὴ γυναικῶν» — χορός ικέτιδων γυναικών.
Greek Monotonic
προστροπή: ἡ (προστρέπω),
1. τροπή κάποιου προς τον θεό για εξιλέωση ή εξαγνισμό, ικεσία ενός μιαρού ανθρώπου, σε Αισχύλ.· οποιαδήποτε δέηση στον θεό, προσευχή, στον ίδ., Ευρ.· προστροπὴν θεᾶς, υποχρέωση προσευχής στους θεούς, το λατρευτικό καθήκον του ιερέα, σε Ευρ.· πόλεως προστροπήν, αίτηση προς την πόλη, σε Σοφ.
2. προστροπὴ γυναικῶν, χορός ικέτιδων, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
προστροπή, ἡ, προστρέπω
1. a turning oneself towards a god for purification, the supplication of a polluted person, Aesch.:— any address to a god, prayers, Aesch., Eur.; προστροπὴν θεᾶς the duty of praying to the goddess, the priestly office, Eur.; πόλεως προστροπήν a petition to the city, Soph.
2. πρ. γυναικῶν a suppliant band of women, Aesch.