συμπέσσω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
Att. συμπέττω, mature by heating, cooking, ὁμαλῦναι καὶ συμπέψαι Arist.Mete.381a20, cf. HA625a6, Thphr. HP 8.7.7; concoct, bring to a head, etc., Dsc.2.86, Gal.6.247,825, 15.889; hatch eggs, Arist.HA549b7, cf. 560b17 (Pass.), GA752b17; ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ib.753a19, cf. 752b33 (Pass.); promote disgestion, Thphr. HP 6.3.6, Od.49:—Pass., Arist.PA677b27, HA590a21; of food, to be digested, Id.Mete.379b23.
German (Pape)
[Seite 987] att. -ττω, später auch συμπέπτω, mit, zugleich kochen, verdauen, ganz verdauen; Arist. H. A. 5, 17 Gen. an. 3, 2; Medic.; Athen.
Russian (Dvoretsky)
συμπέσσω: атт. συμπέττω (fut. συμπέψω)
1 разваривать, размягчать (ὑπὸ τῆς θερμότητος Arst.);
2 переваривать (ἡ τροφὴ συμπέττεται Arst.);
3 нагревать или кипятить (θάλαττα συμπεττομένη Arst.);
4 высиживать (sc. τὰ ᾠά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπέσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πέψω. Μαλακώνω ὁμοῦ διὰ τῆς θερμότητος, συναπαλύνω, κάμνω νὰ ὡριμάσῃ τι, ὥριμον ποιῶ, παρασκευάζω, κατασκευάζω, Λατιν. concoque, ὀμαλῦναι καὶ συμπέψαι Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 17· ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16, πρβλ. 11, κτλ.· ― ἐκκολάπτω, ἐκλεπίζω ᾠά, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 7, πρβλ. 6. 2, 22., 9. 40, 23, π. Ζ. Γεν. 3. 2, κ. ἀλλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 4. 3. 5· ἐπὶ τροφῆς, «χωνεύομαι», ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 2, 3.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α
1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ' ἐπὶ τοῖς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω
3. εκκολάπτω
4. ευνοώ την πέψη
5. παθ. συμπέσσομαι
(για τροφή) πέπτομαι, χωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέσσω / πέττω / πέπτω «μαγειρεύω, βράζω, ωριμάζω, χωνεύω»].