ἐπιάχω

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῐάχω Medium diacritics: ἐπιάχω Low diacritics: επιάχω Capitals: ΕΠΙΑΧΩ
Transliteration A: epiáchō Transliteration B: epiachō Transliteration C: epiacho Beta Code: e)pia/xw

English (LSJ)

[ᾰ],
A shout out, shout applause after a speech, ὣς ἔφαθ'· οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον Il.7.403.
2. shout, ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 5.860.

German (Pape)

[Seite 927] zurufen, zujauchzen, als Beifallsbezeugung, ἐπίαχον, μῦθον ἀγασσάμενοι Il. 9, 50, vgl. ἐπὶ δ' ἴαχε λαός 13, 822; übh. laut schreien, ὅσσον δ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 14, 148; 5, 860; sp. D.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπίαχον;
1 pousser des acclamations après (un discours);
2 pousser de grands cris (au sujet de qch).
Étymologie: ἐπί, ἰάχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῐάχω: (ᾰ) (impf. ἐπίᾰχον с ῑ)
1 кричать в знак одобрения Hom.;
2 издавать возгласы, восклицать Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιάχω: ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, κραυγάζω, ὅσσον τ’ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. ἐπευφημέω ῑ ἐν τῷ παρατ. ἕνεκα τῆς αὐξήσ..

English (Autenrieth)

aor. 2 ἐπίαχον: shout (at), shout (in battle), Il. 7.403, Il. 5.860. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιάχω (Α)
1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. κραυγάζω, φωνάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιάχω: [ᾰ], κραυγάζω, επιδοκιμάζω, επευφημώ, επικροτώ μετά από μία αγόρευση ή ομιλία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης απλώς, φωνάζω δυνατά, στο ίδ.

Middle Liddell


to shout out, to shout applause after a speech, Il.: also simply to shout aloud, Il.