ἐπιάχω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ᾰ],
A shout out, shout applause after a speech, ὣς ἔφαθ'· οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον Il.7.403.
2. shout, ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 5.860.
German (Pape)
[Seite 927] zurufen, zujauchzen, als Beifallsbezeugung, ἐπίαχον, μῦθον ἀγασσάμενοι Il. 9, 50, vgl. ἐπὶ δ' ἴαχε λαός 13, 822; übh. laut schreien, ὅσσον δ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 14, 148; 5, 860; sp. D.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπίαχον;
1 pousser des acclamations après (un discours);
2 pousser de grands cris (au sujet de qch).
Étymologie: ἐπί, ἰάχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῐάχω: (ᾰ) (impf. ἐπίᾰχον с ῑ)
1 кричать в знак одобрения Hom.;
2 издавать возгласы, восклицать Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιάχω: ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, κραυγάζω, ὅσσον τ’ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. ἐπευφημέω ῑ ἐν τῷ παρατ. ἕνεκα τῆς αὐξήσ..
English (Autenrieth)
aor. 2 ἐπίαχον: shout (at), shout (in battle), Il. 7.403, Il. 5.860. (Il.)
Greek Monolingual
ἐπιάχω (Α)
1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. κραυγάζω, φωνάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»].
Greek Monotonic
ἐπιάχω: [ᾰ], κραυγάζω, επιδοκιμάζω, επευφημώ, επικροτώ μετά από μία αγόρευση ή ομιλία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης απλώς, φωνάζω δυνατά, στο ίδ.
Middle Liddell
to shout out, to shout applause after a speech, Il.: also simply to shout aloud, Il.