δότης

From LSJ
Revision as of 11:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δότης Medium diacritics: δότης Low diacritics: δότης Capitals: ΔΟΤΗΣ
Transliteration A: dótēs Transliteration B: dotēs Transliteration C: dotis Beta Code: do/ths

English (LSJ)

δότου, ὁ, later form of δοτήρ, LXX Pr.22.8, 2 Ep.Cor.9.7.

Spanish (DGE)

-ου
que da, dador θεὸς Men.Mon.198, ἀνὴρ ἱλαρὸς καὶ δ. LXX Pr.22.8a, cf. 2Ep.Cor.9.7, Hdn.Gr.1.60, op. αἰτητής D.C.66.2.

German (Pape)

[Seite 660] ὁ, = vor., LXX.

Russian (Dvoretsky)

δότης: ου ὁ NT = δοτήρ.

Greek (Liddell-Scott)

δότης: -ου, ὁ, μεταγ. τύπος τοῦ δοτήρ, Ἑβδ. Β΄ Ἐπ. Κορ. θ΄, 7.

English (Strong)

from the base of δίδωμι; a giver: giver.

English (Thayer)

δότου, ὁ (δίδωμι), for the more usual δοτήρ, a giver, bestower: Proverbs 22:8. Not forrod elsewhere.

Greek Monolingual

ο (AM δότης) δίδωμι
αυτός που δίνει, παρέχει κάτι, χορηγός
νεοελλ.
1. ζώο ή φυτό από το οποίο λαμβάνεται το μόσχευμα κατά τη μεταμόσχευση ή το εμβόλιο κατά τον εμβολιασμό
2. φρ. α) «δότης αίματος» — ο αιμοδότης
θ) «δότης σώματος» — το άτομο που με δήλωσή του παραχωρεί εκ τών προτέρων όργανα του σώματός του για να χρησιμοποιηθούν αμέσως μετά τον θάνατό του για μεταμοσχεύσεις σε πάσχοντες συνανθρώπους
γ) «δότης υδρογόνου» — ουσία που παραχωρεί το υδρογόνο προς αναγωγή του άλλου σκέλους ή του δέκτη οξειδοαναγωγικού συστήματος.

Greek Monotonic

δότης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος του δοτήρ, σε Καινή Διαθήκη

Chinese

原文音譯:dÒthj 多帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:給(者)
字義溯源:給與者,捐者;源自(διδῶ / δίδωμι)*=給)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 給與者(1) 林後9:7

French (New Testament)

ου (ὁ) donateur
δίδωμι