κατοχή

From LSJ
Revision as of 11:56, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοχή Medium diacritics: κατοχή Low diacritics: κατοχή Capitals: ΚΑΤΟΧΗ
Transliteration A: katochḗ Transliteration B: katochē Transliteration C: katochi Beta Code: katoxh/

English (LSJ)

ἡ, (κατέχω)
A holding fast, detention, τινὸς ἐν Σούσοισι Hdt.5.35; of detention by the god in the Sarapeum, UPZ5.3, 59.8, al. (ii B.C.), cf. Man. 1.239 (pl.); arrest, PAmh.2.80.9 (iii A.D.), Cod.Just.1.4.22.1; ἡ πρὸς τὸ χρέος κ. PSI4.282.28 (ii A.D.).
2 hindrance, delay, ἀνείρξεις καὶ κ. Plu.2.584e, cf. Vett. Val.43.17.
3 retention, τοῦ πνεύματος holding the breath, Gal.6.161, Alex.Aphr.Pr.1.47; retention of waste products, Gal.8.440.
4 retention in memory, Corn.ND14; μνήμη καὶ κ. Plot.4.3.29: pl., τὰς μνήμας κ. μαθημάτων καὶ αἰσθήσεων εἶναι Id.4.6.1.
5 sequestration of property, ἐν κ. PTeb.143 (ii B.C.), cf. PRyl. 174.23 (ii A.D.), etc.; lien, charge, καθαρὸς ἀπὸ πάσης κ. POxy.483.26 (ii A.D.), etc.
II possession, Sm.Ca.8.11; ἐν κ. ποιεῖσθαι Men. Prot.p.30 D.; = Lat. lonorum possessio, BGU140.24 (ii A.D.); mental grasp, κοινῶν τινων Phld.Rh.1.71 S.
2 possession by a spirit, inspiration, κ. καὶ ἐνθουσιασμοί Plu.Alex.2; πάντα ἐν τῇ κ. ἀληθεύειν Arr. An.4.13.5.
3 catalepsy, Gal.9.189, 10.932; κ. τῶν ἄοθρων stiffness, Asclep. ap. eund.13.967.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, 1) das Festhalten, Zurückhalten, Her. 5, 35 u. Sp., = κάθεξις. Neben ἄνειρξις im plur., Plut. gen. Socr. 15 M. – 2) das Innehaben, in Besitz Nehmen, Sp. – 3) der Zustand des von einer Gottheit Besessenen, Begeisterung, Verzückung; neben ἐνθουσιασμός Plut. Alex. 2; πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληθεύειν, wahr prophezeien, Arr. An. 4, 13, 10. – 4) bei den Aerzten eine Krankheit, Starrsucht, Schlafsucht mit offenen Augen, Galen.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de retenir, gén. ; αἱ κατοχαί empêchements, obstacles;
2 possession par la divinité ; inspiration, délire divin.
Étymologie: κατέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοχή -ῆς, ἡ [κατέχω] gevangenhouding. bezetenheid, extase.

Russian (Dvoretsky)

κατοχή: ἡ (= κατοκωχή)
1 задержание, арест (τοῦ Ἱστιαίου Her.);
2 помеха, задержка (ἀνείρξεις καὶ κατοχαί Plut.);
3 одержимость, исступление (κατοχαὶ καὶ ἐνθουσιασμοί Plut.).

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ κατοχή) κατέχω
το να έχει κάποιος κάτι στην εξουσία του, το να είναι κάποιος κύριος ενός πράγματος, η κτήση, η κυριότητα
νεοελλ.
1. (νομ.) η φυσική εξουσία ενός προσώπου σε ένα αντικείμενο η οποία είναι άσχετη με το δικαίωμα κυριότητας
2. η κατά τη χρονική περίοδο 1941-1944 υποδούλωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα («στην κατοχή πεινάσαμε πολύ»)
νεοελλ.-μσν.
η κατάληψη μιας χώρας με πολεμικές επιχειρήσεις και η προσωρινή υποδούλωσή της
αρχ.
1. παρεμπόδιση, περιορισμός («συμφορήν ποιεύμενος μεγάλην τὴν ἑωυτοῦ κατοχὴν τὴν ἐν Σούσοισι», Ηρόδ.)
2. φυλάκιση
3. κώλυμα, εμπόδιο («ἀνείρξεις καὶ κατοχαί», Πλούτ.)
4. επίσχεση, κράτημακατοχή τοῦ πνεύματος» — το κράτημα της αναπνοής, Γαλ.)
5. συγκράτηση στη μνήμη («τὰς μνήμας κατοχὰς μαθημάτων καὶ αἰσθήσεων εἶναι», Πλωτίν.)
6. παρακράτηση ενός πράγματος
7. κατανόησηκατοχή κοινῶν τινων», Φιλόδ.)
8. το να κατέχεται κάποιος από κάποια θεότητα, έμπνευση («ἑτέρων ζηλώσασα τὰς κατοχάς καὶ τοὺς ἐνθουσιασμοὺς ἐξάγουσα», Πλούτ.)
9. είδος νόσου, η καταληψία.

Greek Monotonic

κατοχή: ἡ (κατέχω),
I. κράτηση, συγκράτηση, περιορισμός, σε Ηρόδ.
II. κατάληψη από πνεύμα, έμπνευση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατοχή: ἡ, (κατέχω), τὸ κατέχειν τινά, κράτησις, συγκράτησις, περιορισμός, τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ κράτησις τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. κάθεξις τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. κτῆσις, Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, ἔμπνευσις, Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε κατοκωχή. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ ἀναισθησία ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ κάτοχος εἶνε τριῶν εἰδῶν, ὑπνώδης, ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. κατάληψις, κάτοχος ΙΙΙ. 2.

Middle Liddell

κατοχή, ἡ, κατέχω
I. a holding fast, detention, Hdt.
II. possession by a spirit, inspiration, Plut.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κατέχωκατά + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.