κατᾴδω

From LSJ
Revision as of 11:59, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾴδω Medium diacritics: κατᾴδω Low diacritics: κατάδω Capitals: ΚΑΤΑΔΩ
Transliteration A: katā́idō Transliteration B: katadō Transliteration C: katado Beta Code: kata/|dw

English (LSJ)

uncontr. καταείδω,
A sing to: hence,
I trans., charm, appease by singing, τινα D.H.4.29, Plu.2.745e, Luc.JTr.39, Philops. 31: c. dat., sing a spell or sing an incantation (ἐπῳδή) to... καταείδοντες… τῷ ἀνέμῳ Hdt.7.191:—Pass., to be induced by charms to do a thing, c. inf., Ael.NA5.25 (dub. l.).
b κατᾴδω δεῖπνον = enliven a repast by song, Id.VH7.2.
2 sing in mockery, Luc.DMort.2.2:—Pass., to have another sing before one, Id.Bis Acc.16.
3 fill with song, τὰς λόχμας Longus 1.9: c. gen., ἀηδὼν κ. τῶν ἐρημαίων Χωρίων Ael.NA 1.43.
II c. acc. cogn., sing by way of incantation, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσ' E.IT1337.
III intr., sing from above or sing throughout a place, of birds or insects, Ael.VH3.1, NA1.20.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ἀείδω), entgegen-, vorsingen, Clearch. Ath. XV, 697 f, gleichsam von oben herabsingen, Ael. H. A. 3, 1; bes. durch Vorsingen besänftigen, bezaubern, heilen, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσα Eur. I. T. 1337; καταείδοντες γόησι τῷ ἀνέμῳ οἱ μάγοι, den Wind besprechen, Her. 7, 191; γυνὴ ἥ σε κηλοῦσα καὶ κατᾴδουσα μαλθακὸν ἀποδέδωκε D. Hal. 4, 29; καὶ καταφαρμακεύομαι Plut. reip. ger. praec. 26. – Mit Gesang erfüllen, durchtönen, Ael. V. H. 3, 1; κατᾴδων αὐτοῦ τὸ δεῖπνον καὶ καταθέλγων αὐτόν, das Mahl durch Gesang erheitern, ib. 7, 2; τὰς λόχμας κατῇδον ὄρνιθες Long. 1, 9; – κατᾴδομαι, ich lasse mir vorsingen, Luc. bis acc. 16.

French (Bailly abrégé)

impf. κατῇδον, f. κατᾴσομαι, etc.
I. chanter d'en haut, au-dessus de;
II. remplir de chants, faire résonner, faire retentir, acc.;
III. chanter contre :
1 chanter pour conjurer en parl. de magiciens : βάρβαρα μέλη EUR chanter des chants barbares, càd inintelligibles (que l'on prend pour des incantations);
2 charmer, adoucir par des enchantements;
3 prononcer une formule d'incantation contre : τῷ ἀνέμῳ HDT contre le vent, càd apaiser le vent au moyen d'incantations ; Pass. être amené par des sortilèges à, avec l'inf.;
4 chanter contre, càd se moquer par des chansons, chansonner, acc..
Étymologie: κατά, ᾄδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ᾴδω en κατ-αείδω zingen (van toverspreuken), met acc.:; κατῆιδε βάρβαρα μέλη ze zong vreemde liederen Eur. IT 1337; later uitbr. toezingen:. κατᾳδόμενος ἕωθεν εἰς ἑσπέραν (hij werd) van’s morgens vroeg tot’s avonds toegezongen Luc. 29.16. bezweren, betoveren, met dat.: καταείδοντες βοῇσι οἱ μάγοι τῷ ἀνέμῳ de magiërs bezwoeren de wind met toverspreuken Hdt. 7.191.2.

Russian (Dvoretsky)

κατᾴδω: ион. καταείδω
1 (о магических песнях, заговорах, заклинаниях) напевать, петь (βάρβαρα μέλη Eur.);
2 заколдовывать, заговаривать (κατᾳδόμενοι καὶ καταφαρμακευόμενοι Plut.): κ. τῷ ἀνέμῳ Her. заговаривать, т. е. усмирять заклинаниями ветер.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾴδω: Ἰων. -αείδω:―ᾄδω πρός τι, Λατ. occinere, καὶ ἑπομ., Ι. μεταβ., θέλγω, καταπραΰνω διὰ τοῦ ᾄσματος, τινα Διον. Ἁλ. 4. 29, Πλούτ. 2. 745Ε, Λουκ.· καὶ μετὰ δοτ., ᾄδω μαγευτικὴν ᾠδὴν (ἐπῳδὴν) εἴς τινα, καταείδοντες… τῷ ἀνέμῳ Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. καταγελάω.― Παθ., δι’ ἐπῳδῆς ἐπείγομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., οἱονεὶ κατᾳδόμενος κατὰ Reisk. ἀντὶ καταναγκαζόμενος Αἰλ. π. Ζ. 5. 25. β) κ. δεῖπνον, κάμνω τὸ δεῖπνον εὔθυμον δι’ ᾄσματος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 2. 2) ᾄδω συνεχῶς, «ξεκωφαίνω» ᾄδων, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 2·―ᾄδω ἐναντίον τινὸς ἐπῳδάς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλοψ. 31· Παθ., ἔχω τινὰ ἐνώπιόν μου ᾄδοντα, ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 16. 3) πληρῶ δι’ ᾀσμάτων, τὰς λόχμας Λόγγος 1. 9· ἀηδὼν… κατᾴδει τῶν ἐρημαίων χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 1. 43. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ὡς ἐπῳδήν, ἐπᾴδω, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσ’ Εὐρ. Ι. Τ. 1337. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ᾄδω ἄνωθεν ἢ καθ’ ἅπασαν τὴν ἔκτασιν τόπου τινός, ἐπὶ πτηνῶν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, π. Ζ. 1. 20.

Greek Monolingual

κατᾴδω και καταείδω (Α)
1. (για πουλιά) α) κελαηδώ
β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου
2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι
3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου
4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου
5. τραγουδώ επωδή μαγείας
6. ξεκουφαίνω κάποιον με το τραγούδι μου
7. φρ. τραγουδώ σε όλη την έκταση της κλίμακας
8. «κατᾴδειν δεῖπνον» — κάνω ευχάριστο το δείπνο με τραγούδια
9. μέσ. κατᾴδομαι
βάζω κάποιον και μού τραγουδά
10. παθ. με μαγική επωδή εξαναγκάζομαι να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄδω «τραγουδώ»].

Greek Monotonic

κατᾴδω: Ιων. -αείδω, μέλ. -ᾴσομαι, τραγουδώ προς, Λατ. occinere, και παρομοίως·
I. μτβ., θέλγω ή κατευνάζω τραγουδώντας, σε Λουκ.· με δοτ., τραγουδώ ξόρκι ή επωδό (ἐπῳδή) σε κάποιον άλλο, σε Ηρόδ.
2. ξεκουφαίνω με το τραγούδι, σε Λουκ. — Παθ., έχω κάποιον μπροστά μου που τραγουδά, στον ίδ.
II. τραγουδώ ως επωδή, ως ρυθμική ή μελωδική επανάληψη, βάρβαρα μέλη, σε Ευρ.

Middle Liddell

ionic -αείδω fut. -ᾴσομαι
to sing to, Lat. occinere, and so,
I. trans. to charm or appease by singing, Luc.; c. dat. to sing a spell or incantation (ἐπῳδή) to another, Hdt.
2. to deafen by singing, Luc.: Pass. to have another sing before one, Luc.
II. to sing by way of incantation, βάρβαρα μέλη Eur.