περιπλανάομαι

From LSJ
Revision as of 06:41, 25 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλᾰνάομαι Medium diacritics: περιπλανάομαι Low diacritics: περιπλανάομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΛΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: periplanáomai Transliteration B: periplanaomai Transliteration C: periplanaomai Beta Code: periplana/omai

English (LSJ)

A wander about, (Κρήτην) Hdt.4.151: metaph., float round about one, as the lion's skin round Heracles, Pi.I. 6(5).47.
2 abs., wander, Luc.Herm.59, D.C.47.21, etc.: metaph., ταῦτα περιπλανώμεθα to be in this state of uncertainty, X.Cyr.1.3.5; περιπλανᾶσθαι τὸν αὐλικὸν… ᾑρημένον βίον Phld.Ind.Sto.13; περιπεπλανημένα μέτρα = erratic, irregular, D.H.Dem.50.

French (Bailly abrégé)

περιπλανῶμαι;
1 errer autour de, acc.;
2 errer de tous côtés, errer au hasard ; fig. être incertain.
Étymologie: περί, πλανάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπλανάομαι [περί, πλάνη] ronddwalen; overdr. omwegen maken:. ταῦτα περιπλανώμεθα die omwegen maken wij Xen. Cyr. 1. 3.5.

Russian (Dvoretsky)

περιπλᾰνάομαι: блуждать, странствовать: π. Λιβύην Her. странствовать по Ливии; κατὰ τὸν Ὀδυσσέα περινοστῶν καὶ περιπλανώμενος Luc. разъезжая и странствуя подобно Одиссею; οὐχ ἀχθόμενοι ταῦτα περιπλανώμεθα Xen. эти наши блуждания не в тягость нам.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλᾰνάομαι: ἀποθ., πλανῶμαι τῇδε κἀκεῖσε, Λιβύην Ἡρόδ. 4. 151, πρβλ. Valck. εἰς 7. 16, 2· μεταφ., κυμαίνομαι πέριξ τινός, ὡς ἡ λεοντῆ περὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἡρακλέους, Πίνδ. Ι. 6 (5). 2) ἀπολ., περιπλανῶμαι, Λουκ. Ἑρμότ. 59. κτλ.· μεταφορ., πράττω τι διὰ περιστροφῶν καὶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τρόπου συντόμου, ἀλλ’, ὦ παῖ, οὐκ ἀχθόμενοι ταῦτα περιπλανώμεθα, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 5· περιπεπλανημένα μέτρα, ἀνώμαλα, ἄτακτα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50.

English (Slater)

περιπλᾰνάομαι circle roundὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks (I. 6.47)

Greek Monotonic

περιπλᾰνάομαι:1. Παθ., περιφέρομαι εδώ και εκεί σε έναν τόπο, με αιτ., σε Ηρόδ.· μεταφ., πέφτω χυτά γύρω από, γλιστρώ ελαφρά, όπως το δέρμα του λιονταριού γύρω από τον Ηρακλή, σε Πίνδ.
2. απόλ., περιπλανώμαι, ταῦτα περιπλανῶμαι, βρίσκομαι σε κατάσταση αβεβαιότητας, σε Ξεν.

Middle Liddell


1. Pass. to wander about a country, c. acc., Hdt.: metaph. to float round about one, as the lion's skin round Hercules, Pind.
2. absol. to wander about, ταῦτα π. to be in this state of uncertainty, Xen.