ἀλοάω
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
Ep. ἀλοιάω Theoc.10.48:
A Ep. impf. ἀλοία Il.9.568: fut. ἀλοήσω LXX Je.5.17, Dor. ἀλοιησέω Tyrt. in Berl.Sitzb.1918.728: aor. ἠλόησα Ar.Ra.149, Herod.2.34 (ἀλοιήσῃ ib.51), part. ἀλοάσας [ᾱς] Pherecr.65; Ep. ἠλοίησα (ἀπ-) Il.4.522, (συν-) Theoc.22.128:—Pass., fut. -ηθήσομαι LXX Je.28(51).33: aor. ἠλοήθην Thphr.CP4.6.5, Plb.10.12.9, Plu.2.327a: pf. ἠλόημαι Thphr. CP4.12.9 (Cod. Urb.):—poet. aor. part. ἀλοίσας (as if from ἀλοίω, cf. Eust.775.8, Hdn.Epim. 277) dub. l. in Epigr. ap. D.L.7.31; ἀλοϝάω dub. in Glotta4.202 (archaic Apulian vase):—tread, thresh, Pl.Thg.124a, X.Oec.18.2, LXX De.25.4.
2 thresh, smite, γῆν χερσὶν ἀλοία Il.0.568, cf. Epigr. l.c.; μηρόν Plu.TG2; cudgel, thrash, Glotta l. c., S.Fr.20 (dub.), Ar. Ra.149, Herod.2.34; ῥοπάλῳ τινά Babr.98.15.
3 crush, smash, σκεύη Id.129.16; destroy, πόλεις LXX Je.5.17.
II drive round and round, like cattle treading out corn, Ar.Th.2 (acc. to Sch.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. poét. ἀλοιάω Il.9.568; ἀλοϝάω Glotta 4.201 (Apulia); át. a veces ἁ-
• Morfología: [fut. jón. ἀλοιησέω Tyrt.1.55; aor. part. dór. ἀλοάσας Pherecr.65]
v. tb. ἀλοίω
1 golpear, pegar γαῖαν ... χερσὶν ἀλοία Il.l.c., σύμπαντες ἀλοιησεῦμεν Tyrt.l.c., μητέρ' ἠλόησεν Ar.Ra.149, τὸν ξεῖνον Herod.2.34, καὶ ἀλόα αὐτούς LXX Mi.4.13, ῥοπάλῳ τινα Babr.98.15, cf. ἀλοίασθαι Hippon.75.2, ὑφ' αὐτῶν ἠλοήθησαν fueron golpeados, pisoteados por ellos Plb.10.12.9
•c. ac. de cosa golpear, destrozar πόλεις LXX Ie.5.17, σκεύη Babr.129.16.
2 trillar ὑποζυγίοις ἀλοάσαντ' Pherecr.65, τὸ δὲ ἄχυρον ἀλοήσας Εὔπολις ἐχέτω PFrankf.2.27, 70 (III a.C.), cf. PFlor.379.30 (II d.C.), SB 7013 (III d.C.), PCair.Zen.443.11, σῖτον ἀλοιῶντας Theoc.10.48, I.AI 7.330, cf. LXX De.25.4, 1Ep.Cor.9.10, otros cereales y leguminosas PCair.Zen.4.658
•part. subst. οἱ ἀλοῶντες los trilladores Pl.Thg.124a, X.Oec.18.2.
• Etimología: Cf. ἀλόη.
German (Pape)
[Seite 108] fut. ἀλοήσω (die Form ἀλοάσω, von den Atticisten allein gebilligt, scheint dem älteren Atticismus anzugehören, ἀλοάσαντα aus Phereer. B. A. 379; einige Gramm. schreiben, der Etymologie von ἅλως folgend, ἁλοάω), p. auch ἀλοιάω, dreschen, ausdreschen, σῖτον Xen. Oec. 18, 2; übertr., schlagen, prügeln, μητέρα Ar. Ran. 149; Plut. Tib. Gr. 2. Auch, da die zum Dreschen gebrauchten Tiere auf der Tenne herumgetrieben werden, herumtreiben, Ar. Th. 2; ἀλοῶ τὰς γνάθους Ar. bei B. A. 384, περιάγειν erkl.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
f. ἀλοήσω, ao. ἠλόησα, pf. inus.
Pass. f. ἀλοηθήσομαι, ao. ἠλοήθην, pf. ἠλόημαι;
1 battre en grange, battre le grain;
2 battre à coups redoublés, battre ; abîmer, meurtrir.
Étymologie: cf. ἀλέω, ἄλευρον.
Russian (Dvoretsky)
ἀλοάω: или ἁλοάω, эп. ἀλοιάω
1 молотить (οἱ ἁλοῶντες καὶ λικμῶντες Xen.; οἱ σπείροντες καὶ ἁλοῶντες Plat.);
2 бить, колотить (γῆν χερσίν Hom.; τινα Arph.): τὸν μηρὸν ἀλοῆσαι Plut. ударить себя по бедру; λίθῳ τὴν κεφαλὴν ἠλοήθην Plut. я получил удар камнем в голову;
3 пинками погонять (τινα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλοάω: Ἀττ., Ἐπ. ἀλοιάω, Θεόκρ. 10. 48: Ἐπ. παρατ. ἀλοία, Ἰλ.: μέλλ. -ήσω, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλόησα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 149, ἀλλὰ μετ. ἀλοάσας [ᾱσ] Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 3. Ἐπ. ἠλοίησα, [ἀπ-] Ἰλ., (συν-) Θεόκρ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλοήθην, Πολύβ. 10. 12, 9. Πλούτ., ἀλλὰ μετοχ. ἀλοᾱθείς, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 6, 5: πρκμ. ἠλόημαι, αὐτόθι 4. 12, 9. (Κῶδ. Οὐρβ.): πρβλ. ἀπ-, κατ-, συναλοάω. ― Εὕρηται ὡσαύτως ποιητ. ἀόρ. μετοχ. ἀλοίσας (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος ἀλοίω), Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 31, καὶ ἤλοισε προὐτάθη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 21˙ πρβλ. καταλοάω (ἴδε ἐν λέξ. ἀλέω). Ἁλωνίζω, ἁλωνοτριβέω, Πλάτ. Θεαγ. 124Α, Ξεν. Οἰκ. 18. 2. 2) ἁλωνίζω, πλήττω, γαῖαν... χερσὶν ἀλοία, Ἰλ. Ι. 568, πρβλ. Ἐπίγραμμ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― πλήττω, ῥαβδίζω, Σοφ. Ἀποσπ. 21, Ἀριστοφ. Βάτρ. 149, Θεσμ. 2. ΙΙ. «ἔξωθεν ἐν κύκλῳ περιάγω», ὡς οἱ βόες ὅταν ἁλωνίζωσι τὸν σῖτον, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 2.
English (Strong)
from the same as ἅλων; to tread out grain: thresh, tread out the corn.
English (Thayer)
(ῶ; (connected with ἡ ἅλως or ἡ ἀλωή, the floor on which grain is trodden or threshed out); to thresh, (Ammon. τό ἐπί τῇ ἅλω πατεῖν καί τρίβειν τάς στάχυας): 1 Corinthians 9:(9),10; Aristophanes, Plato down.
Greek Monotonic
ἀλοάω: Επικ. ἀλοιάω· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. ἀλοία· μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠλόησα, Επικ. ἠλοίησα· (ἀλέω)·
1. αλωνίζω, χτυπώ, ξεφλουδίζω, σε Πλάτ.
2. ραβδίζω, ξυλοφορτώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Middle Liddell
ἀλέω
1. to thresh, thresh out, Plat.
2. to thresh, cudgel, beat, Il., Ar.
Frisk Etymology German
ἀλοάω: {aloáō}
Grammar: v.
Meaning: dreschen
See also: s. ἀλωή.
Page 1,77
Chinese
原文音譯:¢lÒaw 阿羅阿哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:打穀
字義溯源:踐踏,踹谷,打場;源自(ἅλων)*=打穀場)
出現次數:總共(3);林前(2);提前(1)
譯字彙編:
1) 踹榖(1) 提前5:18;
2) 打場的(1) 林前9:10;
3) 正在踹穀的(1) 林前9:9
Mantoulidis Etymological
(ἁλωνίζω, ραβδίζω). Ἀπό τό ἀλωή, δωρ. ἀλωά καί ἀττ. ἅλως (=ἁλώνι) πού παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα αλ- τοῦ ἀλέω (=ἀλέθω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλόησις (=ἁλώνισμα), ἀλοητέος, ἀλοητής (=ἁλωνιστής), ὁ ἀλοητός (=ἁλώνισμα), ἀλοιάω (ἐπικ. τοῦ ἀλοάω), ἀλοίησις, ἀλοιητήρ, ἐπαλώστης (=αὐτός πού ὁδηγεῖ τά βόδια κατά τό ἁλώνισμα), πατραλοίας μητραλοίας (=αὐτός πού δέρνει ἤ σκοτώνει τόν πατέρα τή μητέρα του).
Translations
thresh
Afrikaans: dors; Arabic: دَرَسَ; Armenian: կալսել; Aromanian: triyir; Bulgarian: вършея; Catalan: trillar; Chinese Mandarin: 打穀, 打谷, 脫粒, 脱粒; Czech: mlátit; Danish: tærske; Dutch: dorsen; Emilian: bāter; Esperanto: draŝi; Faroese: treskja; Finnish: puida; French: battre, fouler; Galician: mallar, trillar; Georgian: დაბეგვა; German: dreschen; Greek: αλωνίζω; Hebrew: דש; Hungarian: csépel; Icelandic: þreskja; Italian: trebbiare; Japanese: 脱穀する; Korean: 뒹굴다, 도리깨질하다; Latgalian: kuļt; Latin: trituro; Latvian: kult; Luxembourgish: dreschen; Macedonian: врши; Maltese: derra; Norwegian Bokmål: treske; Nynorsk: treske, treskje; Old Norse: þreskja; Polish: młócić; Portuguese: malhar, espalhar, debulhar; Quechua: t'ustuy; Romanian: treiera; Russian: молотить; Scottish Gaelic: buail; Serbo-Slovak: mlátiť; Spanish: trillar, desgranar, apalear, azotar; Swedish: tröska; Turkish: harman çevirmek, harmanlamak; Ukrainian: молотити; Vietnamese: đập; Welsh: dyrnu; Yiddish: דרעשן