τιθασός
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
Middle Liddell
τῐθᾰσός, όν
1. of animals, tame, domestic, Lat. cicur, Plat.; of plants, cultivated, Plut.
2. metaph. domestic, intestine, Ἄρης Aesch. [deriv. uncertain]
German (Pape)
[Seite 1109] so von Bekker jetzt bei Plat. u. in Oratt. geschrieben, schlechtere u. spätere Schreibung τιθασσός, die Bekker im Arist. beibehalten hat (τιθός, τιθή, τιθήνη), zahm, bes. von Tieren, die gezähmt sind u. im Hause gehalten werden; Gegensatz ἄγριος, Plat. Polit. 264 a; χήν, Soph. frg. 745; von Gewächsen, in Gärten künstlich gezogen, veredelt, im Gegensatz zu den wildwachsenden, Plut. Coriol. 3 u. A.; auch von Menschen, gemäßigt, mild gestimmt, versöhnt, mild; ὅταν Ἄρής τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ, Aesch. Eum. 336; Epicrat. com. bei Ath. XIII, 570 u. Sp. – Adv., τιθασῶς ἔχειν Plat. Tim. 77 a, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 apprivoisé ; en parl. d'une plante cultivé ; en parl. d'un homme civilisé, poli ; doux, traitable : τιθασόν τινα ἑαυτῷ ποιεῖν LUC gagner ou se concilier qqn;
2 du pays, domestique.
Étymologie: DELG apparenté à τιθήνη, avec le sens de « animal qui vient vous manger dans la main ».
Russian (Dvoretsky)
τῐθᾰσός:
1 прирученный, ручной, домашний (χήν Soph.);
2 поддающийся приручению (ἐλέφας Arst.);
3 с.-х. культурный, садовый (δρῦς Plut.);
4 сговорчивый, покладистый, смирный, кроткий (τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τῐθασός: όν,· (ἴσως ἐκ τῆς ÖΘΑ, θάω, μετ’ ἀναδιπλ., ὡς τὸ τιθήνη)· - ἐξημερωμένος, ἥμερος, μάλιστα ἐπὶ ζῴων, ἥμερος, κατοικίδιος, Λατιν. cicur, χὴν Σοφ. Ἀποσπ. 745, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1, 24, ἀντίθετον τῷ ἄγριος, Πλάτ. Πολιτικ. 264Α· πάντων τιθασ[σ]ότατον καὶ ἡμερώτατον τῶν ἀγρίων ὁ ἐλέφας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 46, 1· - οὕτως ἐπὶ προσώπων, συχν. παρὰ Πλουτ., πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 178· ἐπὶ φυτῶν, καλλιεργούμενα, κηπαΐα, Πλουτ. Κοριολ. 3. - Ἐπίρρ., τιθασῶς ἔχω, διάκειμαι ἡμέρως, πράως πρός τινα, Πλάτ. Τίμ. 77Α· τ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 11. 2) μεταφορ., ὡς τὸ ἐμφύλιος· Ἄρης τιθασὸς ὢν Αἰσχύλ. Εὐμ. 356. Ὅτι ὁ γνήσιος τύπος εἶναι τιθασὸς διὰ τοῦ ἁπλοῦ σ, φαίνεται οὐ μόνον ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀείποτε βραχύνουσι τὸ α. Παρὰ τοῖς μεταγεν. ἐπεκράτησεν ἡ γραφὴ τιθασσὸς διὰ τοῦ διπλοῦ σ, οἷον ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἀριστ., καὶ ὡς δείκνυται ἐκ τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τύπου εἰς -ότερος, (Διον. Ἁλ. 10. 42), -ότατος (Ἀριστ. ἔνθ ἀνωτ.), ἴδε Lob. Pαth. 433.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. (ιδίως για άγρια ζώα) εξημερωμένος και κατοικίδιος
2. (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική τέχνη έγινε ήμερος και κηπαίος
3. (για πρόσ.) ευάγωγος, ευπειθής
4. μτφ. εγχώριος, ντόπιος («ὅταν Ἄρης τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», Αισχύλ.).
επίρρ...
τιθασῶς Α
1. με ήμερο, με πράο τρόπο
2. φρ. «τιθασῶς ἔχω πρὸς τινα» — φέρομαι με ήμερο, με πράο τρόπο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τι-θα-σός, σχηματισμένο με εκφραστικό διπλασιασμό τι- (πρβλ. τιθήνη) και επίθημα -σός, που απαντά σε λ. της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαισός, ῥυσός), συνδέεται πιθ. με το θ. θη- του θῆσθαι με σημ. «θηλάζειν» (βλ. λ. θήσαι και τιθήνη). Το επίθ. τιθασός, ωστόσο, δεν έχει τη σημ. του μικρού ζώου που θηλάζει αλλά τη σημ. κάθε ζώου που είναι εξημερωμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέφεται από το χέρι του ανθρώπου. Σ' αυτό διαφέρει άλλωστε και η σημ. του επιθ. τιθασός από τη σημ. του συνωνύμου του ἥμερος, που είναι γενικότερη (βλ. λ. ήμερος)].
Greek Monotonic
τῐθᾰσός: -όν,
1. λέγεται για ζώα, εξημερωμένος, ήμερος, Λατ. cicur, σε Πλάτ.· λέγεται για φυτά, καλλιεργούμενος, σε Πλούτ.
2. μεταφ., κατοικίδιος, εσωτερικός, εμφύλιος, Ἄρης, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymology German
τιθασός: {tithasós}
Meaning: gezähmt, zahm, veredelt, mild (A. Eu. 356 [lyr.], S. Fr. 866, Pl., Arist. usw.).
Derivative: Davon τιθασεύω, auch m. ἐκ-, προ-, zähmen, veredeln (Pl., D., X., Arist. usw.) mit -εία f. Zähmung (Pl. u.a.), -ευσις f. ib. (Plu. u.a.), -εύματα pl. n. Zähmungsmaßnahmen (Porph.), -ευτής m. (Ar.), -εύτωρ m. (Opp.) Zährner, Bändiger, -ευτικός zum Zähmen geeignet, leicht zu zähmen (Arist.); ἀτιθάσευτος ungezähmt, wild (hell. u. sp.), auch ἀτίθασος ib. (Ph.).
Etymology : Rückbildung τιθαὶ ὄρνιθες (Arat. 960), τιθὰς ὄρνις (AP 9, 95). Von den übrigen Wörtern auf -ασος (z.B. πέτασος, ἅρπασος, Fremdwörtern wie κέρασος und θίασος, Kurznamen wie Δάμασος, Ἔρασος) unterscheidet sich τιθασός sowohl durch seine Oxytonierung wie durch seine adjektivische Funktion; offenbar ist das eine durch das andere bedingt (vgl. die zahlreichen Zweisilber καμψός, ῥυσός usw.). Seit jeher (vgl. Curtius 253) wird τιθασός mit θῆσθαι saugen, τιθήνη Amme usw. verbunden; urspr. Bed. wäre somit *’Säugling’, was wohl möglich sein wird (zurückhaltend Curtius a. O.). Weiteres bei Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1899, 217.
Page 2,897
Mantoulidis Etymological
όν (=ἥμερος, κατοικίδιος). Ἀρχικά ἦταν οὐσ. τίθασος (=τροφή). Ρίζα θα-, τοῦ θάω (=θηλάζω), μέ ἀναδιπλ. τι → τι-θα-σός. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα τιθασεύω.