προσκαρτέρησις
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
-εως, ἡ, perseverance, patience, Phld.Rh.1.11 S., Ep.Eph.6.18.
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, Beharrlichkeit, Ausdauer bei Etwas, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
constance, assiduité.
Étymologie: προσκαρτερέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσκαρτέρησις -εως, ἡ [προσκαρτερέω] volharding, voortduring. ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει voortdurend NT Eph. 6.18.
Russian (Dvoretsky)
προσκαρτέρησις: εως ἡ постоянство, стойкость (ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει NT).
English (Strong)
from προσκαρτερέω; persistancy: perseverance.
English (Thayer)
προσκαρτερησεως, ἡ, (προσκαρτερέω), perseverance: Λεξ. ἀθης. under the word).
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσκαρτερῶ
καρτερία και επιμονή σε κάτι («ἀγρυπνοῦν
τες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων», ΚΔ.).
Greek Monotonic
προσκαρτέρησις: ἡ, προσμονή, εγκαρτέρηση, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
προσκαρτέρησις: ἡ, τὸ προσκαρτερεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ςϳ, 18.
Middle Liddell
προσκαρτέρησις, εως, [from προσκαρτερέω
perseverance, NTest.
Chinese
原文音譯:proskartšrhsij 普羅士-卡而帖雷西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-握住的
字義溯源:堅持,毅力,不倦;源自(προσκαρτερέω)=恆切);由(πρός)=向著)與(καρτερέω)=堅忍)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (καρτερέω)出自(κράτος)*=權力)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 堅持(1) 弗6:18
Translations
persistence
Arabic: إِلْحَاح; Bulgarian: постоянство, настойчивост; Catalan: persistència; Chinese Mandarin: 坚持; Czech: perzistence, vytrvalost; Dutch: doorzettingsvermogen; Finnish: sitkeys; French: persistance; German: Ausdauer, Bestand, Beständigkeit; Ancient Greek: δυσαπαλλακτία, ἐμμονή, ἐνδελέχεια, ἐνδελεχισμός, ἐπιμονή, λιπαρία, λιπαρίη, μονή, παρεδρία, προσκαρτέρησις, προσλιπάρησις, τὸ ἔμμονον; Italian: perseveranza, persistere; Japanese: 固執; Latin: pervicacia; Maori: hohotatanga, pāuaua; Portuguese: persistência; Romanian: persistență; Russian: настойчивость, упорство; Serbo-Croatian Cyrillic: упорно̄ст; Roman: upórnōst; Sicilian: pirsistenza; Spanish: persistencia, perseverancia; Tamil: விடாமுயற்சி; Telugu: పట్టుదల; Tocharian B: stamalñe; Turkish: devamlılık, süreklilik