ἀνακινέω

From LSJ
Revision as of 17:10, 18 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "usos fig" to "usos fig")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακῑνέω Medium diacritics: ἀνακινέω Low diacritics: ανακινέω Capitals: ΑΝΑΚΙΝΕΩ
Transliteration A: anakinéō Transliteration B: anakineō Transliteration C: anakineo Beta Code: a)nakine/w

English (LSJ)

(once -άω, imper.
A ἀνακείνα PHolm.20.19), sway or swing to and fro, Hdt.4.94, cf. Hp.VC21.
II stir up, awaken, νόσον ἀ. S.Tr.1259; of cocks or quails, stir them up (to fight), Pl.Lg. 789c; ἀ. πόλεμον Plu.Luc.5; ὑπολείμματαστάσεων Pomp.16:—Pass., δόξαι ἀνακεκίνηνται Pl.Men.85c, cf. Pherecyd.102 J.
III uproot, τὰς κρηπῖδας Agath.2.1: metaph., τὰ καθεστῶτα Id.4.27.

Spanish (DGE)

(ἀνακῑνέω) • Alolema(s): -άω PHolm.113
I 1impulsar de un lado para otro, balancear ἀνακινήσαντες αὐτὸν μετέωρον ῥίπτουσι ἐς τὰς λόγχας balanceándolo en el aire lo arrojaban sobre las lanzas Hdt.4.94, τὸ ὀστέον Hp.VC 21, cf. S.Fr.221.8.
2 arrancar, destrozar τὰς κρηπῖδας Agath.2.1.8, τὰ καθεστῶτα Agath.4.27.7.
II usos fig.
1 producir de nuevo νόσον S.Tr.1259.
2 azuzar, excitar a gallos de pelea, Pl.Lg.789c, πόλεμον Plu.Luc.5, ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plu.Pomp.16, τάς ἴυγας Aristaenet.2.18.34, προθυμίαν πρὸς τὴν τροφήν M.Ant.3.2, τὴν φωνήν Liban.Or.1.72.
3 suscitar τοὺς λόγους Plot.2.3.16, τὴν μνήμην Plot.4.4.5, en v. pas. αὐτῷ ὥσπερ ὄναρ ἄρτι ἀνακεκίνηνται αἱ δόξαι αὗται Pl.Men.85c.
4 en v. med.-pas. animarse, estar animado o excitado οἱ μὲν δὴ ἀνακινούμενοι ὡπλίζοντο Polyaen.4.9.2.

German (Pape)

[Seite 192] 1) aufwärts bewegen, ἀνακινήσαντες μετέωρον αὐτὸν ῥιπτεῦσι Her. 4, 94; aufregen, νόσον Soph. Trach. 1249; πόλεμον, στάσιν, Plut. Luc. 5 Pomp. 16; αἱ δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat. Men. 85 c; λόγον, Gespräch anregen, Luc. Gall. 27; τὸ πλῆθος D. Hal. 9, 59. – 2) sc. χεῖρας, von Fechtern, die Arme recken und schwingen, um sich zum Kampfe vorzubereiten, vgl. Plat. Legg. VII, 789 c, wo es von dem Aufregen der Hähne zum Kampfe gebraucht ist.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 balancer en tenant suspendu;
2 soulever, remuer ; fig. exciter : νόσον SOPH faire naître une maladie.
Étymologie: ἀνά, κινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακῑνέω:
1 подбрасывать, качать (μετέωρόν τινα Her.);
2 возбуждать, подзадоривать (θηρία Plat.; τὸν λῆρόν τινι Plut.);
3 возобновлять, растравлять (νόσον Soph.);
4 вновь разжигать, начинать (πόλεμον Plut.);
5 пробуждать, оживлять (ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut.; δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακῑνέω: μέλλ. -ήσω, κινῶ τῇδε κἀκεῖσε, ἀνακινῶ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 94· ἀνακ. τὰς χεῖρας, ἐπὶ πυκτευόντων, τὸ τοῦ Κικέρωνος brachia concalefacere, πρβλ. ἀνακίνησις. ΙΙ. ἐξεγείρω, ἐξάπτω, Λατ. suscitare, νόσον ἀνακ. (ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ἀμεταβάτως, ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης), Σοφ. Τρ. 1259· ἀνακ. θηρία, ἐξερεθίζω αὐτὰ (εἰς μάχην), Πλάτ. Νόμ. 789C· ἀν. πόλεμον, στάσιν, κτλ., Πλούτ., κτλ.: - Παθ., δόξαι ἀνακεκίνηνται Πλάτ. Μένων 85C.

Greek Monotonic

ἀνακῑνέω: μέλ. -ήσω,
I. ανακινώ ή κουνώ μπρος και πίσω, σε Ηρόδ.
II. εξεγείρω, εξάπτω, νόσον, σε Σοφ.· πόλεμον, σε Πλούτ.

Middle Liddell


I. to sway or swing to and fro, Hdt.
II. to stir up, awaken, νόσον Soph.; πόλεμον Plut.