ἐπαΐσσω
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
Ep. aor.
A ἐπήϊξα Od.10.322, Iterat. ἐπαϊξασκε Il.17.462: contr. ἐπᾴσσω, Att. ἐπᾴττω, fut. -ᾴξω:—rush at or upon: c. gen. (never in Od.), ἵππων ἐπαϊξαι rush at them, Il.5.263; νεῶν 13.687.
2 c. dat. pers., Κίρκῃ ἐπαΐξαι rush upon her, Od.10.295: in Il. only c. dat. instrum., ξίφει, δουρὶ ἐ., 5.584, 10.369, etc.; so μοι.. ἐπήϊσσον μελίῃσιν Od.14.281.
3 c. acc., assail, assault, Ἕκτορα Il.23.64; τεῖχος 12.308 (never so in Od.):—Med., ἐπαϊξασθαι ἄεθλον rush at (i.e. seize upon) the prize, Il.23.773.
4 abs. (so usually in Hom.), of a hawk, ταρφἔ ἐπαϊσσει makes frequent swoops, 22.142; of the wind, ἐπαΐξας.. ἐκ νεφελάων 2.146, etc.; σῦς ἐπαΐσσων βίᾳ B.5.116, cf. Ar.Ach. 1171 (lyr.); ἐπᾴξας ἐς δόμους S.Aj.305; rare in Prose, as Pl.Tht. 190a (metaph.), Arist.HA629b25:—also Med., χειμῶνος μέλλοντος ἐπαΐσσεσθαι ὁδοῖο Arat.1139.
5 τὰ νεῦρα ἐπαΐσσεται ἀμφὶ τὰς φύσιας τῶν ἄρθρων (in the development of the embryo), dub. in Hp. Nat.Puer.17.
II later, with acc. of the Instrument of motion, ἐ. πόδα move with hasty step, E.Hec.1071 (lyr.); ἐ. ξίφος A.R.1.1254: —Pass. even in Hom., χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί they move lightly, Il.23.628 (v.l. ἀπ-) . [ᾱ- Ep., ᾰ- Att.]
German (Pape)
[Seite 896] att. ἐπᾴσσω, ἐπᾴττω, darauf los-, anstürmen, vom Angriff in der Schlacht, μελίῃσι, ἔγχει u. ä., Il. 10, 348 Od. 14, 281; vom Winde, Il. 2, 146; Pind. I. 3, 24; vom Blut, Empedocl. 254; von einer Krankheit, Nic. Al. 611. – Ἕκτορα, auf den Hektor losstürmen, Il. 23, 64, wie τεῖχος 12, 308; αὖθις ἐς δόμους πάλιν Soph. Ai. 298; τινός, ἵππων, νεῶν, gegen die Schiffe, Il. 5, 263. 13, 687; τινί, Κίρκῃ, μοι, Od. 10, 295. 322. 14, 281; δηΐοισι Ap. Rh. 1, 75. – Uebh. schnell bewegen, πᾶ πόδ' ἐπᾴξας; wohin forteilend, Eur. Hec. 1071; so ξίφος παλάμῃ, schwingen, Ap. Rh. 1, 1254. Dah. med. sich schnell bewegen, χεῖρες ὤμων, an den Schultern, Il. 23, 628; ἄεθλον, auf den Kampfpreis losstürzen, 23, 773; ὁδοῖο Arat. 1138. In Prosa selten, ὀξύτερον ἐπᾴξασα Plat. Theaet. 190 a; Arist. H. A. 9, 44.
French (Bailly abrégé)
att. ἐπᾴσσω ou ἐπᾴττω, impf. ἐπήϊσσον ou ἐπῇσσον, f. ἐπαΐξω ou ἐπᾴξω, ao. ἐπήϊξα ou ἐπῇξα, pf. inus.
1 intr. s'élancer : τινος vers qch ; τινι sur qqn ; τι ou τινα sur qch ou sur qqn;
2 tr. lancer : πόδα EUR son pied, càd s'élancer ; Pass. se mouvoir vivement;
Moy. ἐπαΐσσομαι s'élancer sur, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀΐσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾱΐσσω: атт. ἐπᾴσσω и ἐπᾴττω (impf. ἐπήϊσσον и ἐπῇσσον, fut. ἐπαΐξω и ἐπάξω, aor. ἐπήϊξα и ἐπῇξα)
1 редко med. устремляться, бросаться (ἐκ νεφελάων Hom.; ἐς δόμους Soph.; εἴτε βραδύτερον εἴτε ὀξύτερον Plat.): ἐ. τινά (τι), τινί и τινός Hom. бросаться на кого(что)-л.; ἐπαΐξασθαι ἄεθλον Hom. добежать до награды, т. е. достигнуть победы в состязании; ἐ. ἔγχει Hom. броситься с копьем; ἐ. πόδα Eur. броситься бежать;
2 med. быстро шевелиться, двигаться: οὐδ᾽ ἔτι χεῖρες ἐπαΐσσονται Hom. руки уже не движутся (столь) быстро.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαΐσσω: μέλλ. -ΐξω: συνῃρ. Ἀττ. ἐπᾴσσω, -ττω: μέλλ. -άξω: ᾱΐσσω Ἐπ., ᾰΐσσω Ἀττ.. Ἐφορμῶ κατά τινος ἢ ἐπί τι, μετὰ γεν., Αἰνείαο δ’ ἐπαΐξαι μεμνημένος ἵππων, ἐφορμῆσαι κατ’ αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 263· σπουδῇ ἐπαΐσσοντα νεῶν ἔχον, «σπουδῇ ἐφορμῶντα κατὰ τῶν νεῶν ἐκώλυον» (Θ. Γαζῆς), Ν. 687· (οὐδέποτε οὕτως ἐν τῇ Ὀδ.). 2) μετὰ δοτ. προσ., Κίρκῃ ἐπαΐξαι, ἐφορμῆσαι κατ’ αὐτῆς, Ὀδ. Κ. 295, 322: ἐν Ἰλ. μόνον μετὰ δοτ. ὀργανικῆς, ξίφει, δουρὶ ἐπ. Ἰλ. Ε. 584, κτλ.· οὕτως, ἦ μέν μοι μάλα πολλοὶ ἐπήϊσσον μελίῃσιν Ὀδ. Ξ. 281. 3) μετ’ αἰτ., ὁρμῶ, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, διώκω, Ἕκτορ’ ἐπαΐσσων, «τὸν Ἕκτορα διώκων» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 64· τεῖχος ἐπαΐξαι «ἐπὶ τὸ τεῖχος ὁρμῆται» (Θ. Γαζῆς), Μ. 308· (οὐδέποτε οὕτως ἐν τῇ Ὀδ.): - Μέσ., ἐπαΐξασθαι ἄεθλον, «ἐπὶ τὸ ἔπαθλον ὁρμήσειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 773. 4) ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἀπολύτως, ἐπὶ ἱέρακος, ταρφέ’ ἐπαΐσσει, συνεχῶς ἐφορμᾷ Ἰλ. Χ. 142· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ἐπαΐξας... ἐκ νεφελάων Β. 146, κτλ.: οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1171· ἐπᾴξας ἐς δρόμους Σοφ. Αἴ. 305· σπανίως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 190Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 5. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κινῶ τι μεθ’ ὁρμῆς, πᾷ πόδ’ ἐπᾴξας...; πρὸς ποῖον μέρος κινήσας τὸν πόδα...; Εὐρ. Ἑκ. 1071, πρβλ. βαίνω ἐν τέλει· γυμνὸν ἐπαΐσσων παλάμῃ ξίφος Ἀπολλ. Ρόδ. Α 1254: ἐν τῷ Παθ., οὐδέ τι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί, «οὐδὲ αἱ χεῖρες ἑκατέρωθεν ἐκ τῶν ὤμων κινοῦνται ἐλαφρῶς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 628.
Greek Monolingual
ἐπαΐσσω (Α)
1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ' ἄρ' ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.)
(και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ' ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.)
2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ' ἐπάξας σαρκῶν ὀστέων τ' ἐμπλησθῶ;», Ευρ.)
3. (για άνεμο) εφορμώ, επιπνέω, πνέω σφοδρά
4. μέσ. κερδίζω κάτι με την ταχύτητα («ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αΐσσω «κινούμαι με ορμή, ορμώ»].
Greek Monotonic
ἐπαΐσσω: μέλ. -ΐξω, συνηρ. Αττ. -ᾴσσω ή -ττω, μέλ. -ᾴξω·
I. 1. ορμώ εναντίον ή πάνω σε, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
2. με δοτ. προσ., ορμώ καταπάνω της, σε Ομήρ. Οδ.
3. με αιτ., κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, Ἕκτορα, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ἐπαΐξασθαι ἄεθλον, ορμώ προς (δηλ. πιάνομαι, αρπάζομαι) το έπαθλο, στο ίδ.
4. απόλ., λέγεται για γεράκι, ταρφέ' ἐπαΐσσει, εφορμά, κατέρχεται συνεχώς, στο ίδ.· λέγεται για άνεμο, στο ίδ., Αττ.
II. μεταγεν., ἐπ. πόδα, κινούμαι με βιαστικό, ταχύ βήμα, σε Ευρ. — Παθ., χεῖρες ἐπαΐσσονται, κινούνται ελαφρά, σε Ομήρ. Ιλ.