σφαδάζω

From LSJ
Revision as of 11:26, 19 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Middle Liddell

σφᾰδάζω,
1. only in pres. and imperf. to struggle, plunge, of horses, Aesch., Xen.; cf. ἀσφάδαστος.
2. to struggle, show impatience, Plut.

German (Pape)

(verwandt mit σπάω, σπαίρω ? nach Draco und EM. σφαδᾴζω zu schr.), zucken, zappeln, den Leib mit Heftigkeit hin- und herwerfen, bes. mit Händen und Füßen um sich stoßen, schlagen, als Ausdruck des Schmerzes, Xen. Cyr. 7.1.37, von einem verwundeten Pferde, wie Pol. 34.3.5; als Ausdruck der Ungeduld, des Unwillens, der Leidenschaft, Aesch. Pers. 190; σὺ δὲ σφαδάζεις πῶλος ὡς εὐφορβίᾳ, Soph. frg. 727; dah. heftig verlangen, trachten, ἐπὶ τὴν μάχην, Plut. Caes. 42; – ausgelassen, mutwillig, unbändig sein, bes. im Vollgefühle der Gesundheit und Kraft, vgl. Ruhnk. Tim. p. 242.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰδάζω:
1 метаться, корчиться, биться (βοᾶν καὶ σ. Plut.);
2 взвиваться, становиться на дыбы Trag., Xen.;
3 гореть нетерпением, рваться (ἐπὶ τὴν μάχην, πρὸς τὸν ἀγῶνα Plut.): σ. πρὸς δόξαν Plut. жадно стремиться к славе; ὑπὲρ τῶν ἐν Μεσσήνῃ κτημάτων καὶ προσόδων σ. Plut. стремиться овладеть богатствами и доходами Мессены.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰδάζω: κινοῦμαι σπασμωδῶς, κτυπῶ τοὺς πόδας μου, ἀγωνίζομαι, ἀνθίσταμαι, κοινῶς «σφαράσσω», ἐπὶ ἵππων μήπω δαμασθέντων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 194· εἰκὸς σφαδάζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον Εὐρ. Ἀποσπ. 818. 3, πρβλ. 1009· σὺ δὲ σφ., πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 727· ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀγωνίζομαι σπασμωδῶς, πάσχω ἐκ σπασμῶν, Ἱππ. 606. 17· ἀποθνήσκων, Πλουτ. Ἀντών. 76· οὕτως ἐπὶ τετρωμένων ἵππων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 37· σπαρταρῶ, ἐπὶ ἀποθνήσκοντος ἰχθύος, Πολύβ. 31. 3, 5, Ἀθήν. 283C, πρβλ. ἀσφάδαστος. 2) σπασμωδῶς κινοῦμαι, δεικνύω ἀνυπομονησίαν, Πλούτ. 2. 10C (ἔνθα ἴδε Wytt.), 550E· ἐπὶ τὴν μάχην ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 42· πρὸς τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. ἐν Πελοπ. 6· πρὸς δόξαν ὁ αὐτ. 2. 1100A· ὑπὲρ κτημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 35. - Ὁ Ἡρῳδιαν. ἐν τῷ περὶ μον. λέξ. σ. 23 γράφει σφαδᾴζω, καὶ θεωρεῖ αὐτὸ συνῃρ. ἐκ τοῦ σφαδαΐζω, πρβλ. σφαδασμός, καὶ ἴδε ματάζω, τεράζω. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΠΑ, σπάω, σπασμός, σπαίρω, τὸ δὲ π ἐδασύνθη μετὰ τὸ σ, ὡς ἐν τοῖς σφριγάω σπαργάω, σφονδὺλη σπονδύλη, σφυρὰς σπυράς, σφυρὶς σπυρίς· - ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ σφεδανός, σφοδρός, σφενδόνη). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαδάζει· βράζει, δυσθανατεῖ, χαλεπῶς φέρει, διασπᾶται, ἀγανακτεῖ, δυσφορεῖ, ἀτακτεῖ, μετὰ χολῆς ὀργίζεται, καὶ μετὰ χόλου πολλοῦ, ἢ μετὰ σπασμοῦ πηδᾷ, μαίνεται, σπεύδει, διασείει, θυμοῦται, ταράττεται ὑπὸ τραύματος ζέοντος».

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α
κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ του δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για άλογο που δεν έχει ακόμη δαμαστεί) χτυπώ τα πόδια μου, αντιστέκομαι
2. μτφ. α) θέλω να ορμήσω σε κάποιον ή σε κάτι, δείχνω ανυπομονησία («ὁρῶν ἀγανακτοῦντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», Πλούτ.)
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσφάδαζον
διηπόρουν, ἐφρόντιζον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σφαδάζω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα sp(h)nd- της ΙΕ ρίζας sp(h)e(n)d- «σπαράζω, σπαρταρώ» και συνδέεται πιθ. με τα σφεδανός, σφοδρός, σφενδόνη, σπόνδυλος / σφόνδυλος, καθώς και με το αρχ. ινδ. spandate «ρίχνω, εκσφενδονίζω». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. σφαδασμός
σπασμός που παραδίδει ο Ησύχ., υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. σπα-δ- του σπάω με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπαδών) και εναλλαγή -π-/-φ- (πρβλ. σπόγγος / σφόγγος). Τέλος, οι δ. γρφ. σφαδαΐζω και σφαδᾳζω θεωρούνται αμφίβολες και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' αναλογία προς τον τ. ματαΐζω / ματάζω].

Greek Monotonic

σφᾰδάζω: ή σφαδᾴζω, μόνο σε ενεστ. και παρατ.
1. κινούμαι σπασμωδικά, σπαράζω, σπαρταρώ, χτυπώ τα πόδια μου, αντιστέκομαι, λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ., Ξεν.· πρβλ. ἀσφάδαστος.
2. κινούμαι σπασμωδικά, επιδεικνύω ανυπομονησία, λαχταρώ, σε Πλούτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to flounce, to rear (of horses), to behave uneasy, to twitch (Hp., trag., X., Plb., Plu. a.o.); ἀνασφαδάζειν ἀναπηδᾶν, ἀνάλλομαι, λακτίζειν H.
Other forms: only pres. a. ipf.
Derivatives: σφαδ-ασμός m. the flouncing, twisting (Pl.), -αστικῶς flouncing (Eust.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Hdn. Gr. 2, 929 recommends a form σφαδάιζω (-ᾳζω) like ματᾳζω (: μάταιος); prob. hypercorrect writing. Expressive word without convincing explanation. For comparison one adduced with Persson Beitr. 1, 413f. σφοδρός, σφεδανός, σφενδόνη, σφόνδυλος (s. vv.); also σπάω, σπαδ-ών may be considered, cf. σφαδασμός σπασμός, καὶ τὰ ὅμοια H.; on the aspirated σφ- Hiersche Ten. asp. 204 f.

Frisk Etymology German

σφαδάζω: {sphadázō}
Forms: nur Präs. u. Ipf.
Grammar: v.
Meaning: ‘zappeln, sich bäumen (von Pferden), sich unruhig gebärden, zucken’ (Hp., Trag., X., Plb., Plu. u.a.); ἀνασφαδάζειν· ἀναπηδᾶν, ἀνάλλομαι, λακτίζειν H.
Derivative: Davon σφαδασμός m. das Zappeln, Zucken (Pl.), -αστικῶς zappelnd (Eust.).
Etymology : Von Hdn. Gr. 2, 929 wird eine Form σφαδάιζω (-ᾴζω) empfohlen wie ματᾴζω (:μάταιος); wohl hyperkorrekte Schreibung. Expressives Wort ohne überzeugende Erklärung. Zum Vergleich bieten sich mit Persson Beitr. 1, 413f. σφοδρός, σφεδανός, σφενδόνη, σφόνδυλος (s. dd.); auch σπάω, σπαδών kommt in Betracht, vgl. σφαδασμός· σπασμός, καὶ τὰ ὅμοια H.; zum aspirierten σφ- Hiersche Ten. asp. 204 f.
Page 2,825

Mantoulidis Etymological

(=κινοῦμαι σπασμωδικά, παλεύω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα σπα- (σπαίρω, σπασμός). Μπορεῖ νά συγγενεύει μέ τίς: σφενδόνη, σφόνδυλος, σφοδρός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφάδασμα, σφαδασμός.