οἰκτρός

Revision as of 10:30, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ά, όν, of persons,
A pitiable, κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον οἰκτρός Il.11.242, cf. A.Supp.61(lyr.), S.OT58, etc.: c. gen., οἰκτροὶ τῆς μεταβολῆς to be pitied for…, Plu.Flam.13.
2 of things, pitiable, lamentable, ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα Hdt.7.46; οἰκτρὰ λογοποιοῦντες X.Cyr.2.2.13; συμφορὰ οἰ. Pi.O.7.77; οἰκτρότατος θάνατος Id.P.3.42; πημοναί, ἄλγος, A.Pr.240,435 (lyr.), etc.; οἰκτρὰ γὰρ βόσκειν [ἡ κήρ] S.Ph.1167 (lyr.); οἰκτρόν [ἐστι] c. inf., A.Th.321 (lyr.).
3 in contemptuous sense, οἰκτρὰ τέκνα sorry fellows, Aus.Epigr.57; παιδίσκη Porph.Chr.23; οἰ. τραγῳδία miserable, Eust.1691.34.
II in act. sense, wailing piteously, piteous, οἰκτροτάτην δ' ἤκουσα ὄπα Od.11.421, cf. S.El.1067 (lyr.); οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος, of the nightingale, Id.Aj. 629(lyr.): neuter plural as adverb, οἴκτρ' ὀλοφυρομένη Od.4.719, cf. 10.409, al.: regul. Adv. οἰκτρῶς = in a pitiful way, in a miserable way, pitifully, miserably A.Pers.688, S.El.102 (anap.), al., And.4.39, Lys.32.10: Comp. οἰκτρότερα AP10.65 (Pall.): Sup. οἰκτρότατα E.Hel. 1209.—Besides οἰκτρότερος, οἰκτρότατος, we find Sup. οἴκτιστος (q.v.); οἰκτότερον is f.l. in Hdt.7.46.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 digne de pitié, lamentable, pitoyable ; neutre plur. adv. • οἰκτρά OD d'une manière lamentable;
2 qui se plaint, qui se lamente, plaintif;
Cp. οἰκτρότερος, Sp. οἰκτρότατος.
Étymologie: οἶκτος.

German (Pape)

(οἶκτος), mitleidswert, beklagenswert, elend; Hom. vrbdt οἴκτρ' ὀλοφύρεσθαι, erbärmlich klagen, z.B. Od. 4.719; τούτων καὶ οἰκτρότερ' ἄλλ' ἀγορεῦσαι, 11.381; οἰκτροτάτην ἤκουσα ὄπα, 421; vgl. Soph. κατά μοι βόασον οἰκτρὰν ὄπα, τοῖς ἔνερθ' Ἀτρείδαις, die klagende Stimme, El. 1067; οἰκτροὺς λόγους, Eur. I.A. 981, οἰκτρὸν δάκρυ, Suppl. 96, οἰκτρὸν ἀνεβόασεν, Hel. 184; συμφορᾶς οἰκτρᾶς, Pind. Ol. 7.77; οἰκτροτάτῳ θανάτῳ, P. 3.42; στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν, Aesch. Prom. 433; ἄλοχος, Suppl. 59; ὡς οἰκτρῶς ἔχω, Soph. Tr. 1069; bei Eur. im superl., οἰκτρότατα ἄχεα, Med. 649; in Prosa, ἕτερα τούτου πεπόνθαμεν οἰκτρότερα, Her. 7.46; οἰκτρὸν ἂν εἴη τὸ πάθος, Plat. Phaed. 90c; Folgde: bei Agath. 4 (V.216) οἰκτρότατος im Gegensatz von ὑπερφίαλος. Den unregelmäßigen superl. οἴκτιστος s. s.v.

Russian (Dvoretsky)

οἰκτρός:
1 достойный сожаления, внушающий сострадание (συμφορά Pind.; ἄλγος Aesch.): οἰ. τῆς μεταβολῆς Plut. вызывающий сострадание своей превратной судьбой;
2 жалостный, жалобный, горестный (λόγοι, δάκρυ Eur.; ὄψ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρός: -ά, -όν, ἐλλεινός, ἀξιοθρήνητος, ἐν οἰκτρᾷ καταστάσει διατελῶν, κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον οἰκτρός, ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Λ. 242· οὕτως, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 61, Σοφ. Ο. Τ. 58, κτλ.· μετὰ γεν., οἰκτροὶ τῆς μεταβολῆς, ἄξιοι οἴκτου ἕνεκα τῆς μεταβολῆς, Πλουτ. Φλαμ. 13. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἄξιος ἐλέους, ἀξιοθρήνητος, ἐλεεινός, ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα Ἡρόδ. 7. 46· οἰκτρὰ συμφορὰ Πινδ. Ο. 7. 142· πημοναί, ἄλγος Αἰσχύλ. Πρ. 238, 435, κτλ.· οἰκτρὰ γὰρ βόσκειν [ἡ κὴρ] Σοφ. Φιλ. 1167· - οἰκτρόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Θήβ. 321 (λυρ.). 3) ἐν περιφρονητικῇ σημασίᾳ, οἰκτρὰ τέκνα, ἄθλια, Αὐσων. Ἐπιστ. 40· οἰκτρὰ τραγῳδία, ἀθλία, ἐλεεινή, Εὐστ. 1691. 34. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητικῆς σημασίας, οἶκτον διεγείρων, κινῶν τὸν ἔλεον, οἰκτροτάτην δ’ ἤκουσα ὄπα Ὀδ. Λ. 421, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1066· οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 629· - οὕτως ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται τὸ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., οἴκτρ’ ὀλοφυρομένη Ὀδ. Δ. 719, πρβλ. Κ. 409, κτλ. - Ὁμαλὸν ἐπίρρ. οἰκτρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 688, Σοφ., κλ., Ἀνδοκ. 34. 15· συγκρ. οἰκτρότερα, Ἀνθ. Π. 10. 65· ὑπερθ. οἰκτρότατα, Εὐρ. Ἑλ. 1209. - Πλὴν τοῦ ὁμαλοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθ. οἰκτρότερος, οἰκτρότατος. ὁ Ὅμ. ἔχει ἀνώμαλον ὑπερθ. οἴκτιστος, (ὃ ἴδε), ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ συγκρ. οἰκτίων. - Ὁ Schweigh. μετέβαλε τὸ οἰκτότερος, παρ’ Ἡροδ. 7. 46, εἰς οἰκτρότερος, ἐκ πολλῶν Ἀντιγράφ., πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. 3, σ. 648.

English (Autenrieth)

(οἶκτος), comp. -ότερος, sup. -ότατος and οἴκτιστος: pitiable, pitiful, miserable; adv., οἰκτρά, οἴκτιστα, pitifully, most miserably, Od. 10.409, Od. 22.472.

English (Slater)

οἰκτρός sad, pitiful λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκύ” (O. 7.77) “οἰκτροτάτῳ θανάτῳ” (P. 3.42)

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ οικτρός, -ά, -όν)
1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.)
2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ.)
3. (με περιφρονητική σημασία) ελεεινός, άθλιος (α. «οικτρή μετάφραση» β. «οἰκτρὰ τραγῳδία», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που διεγείρει τον οίκτο, τη συμπάθεια («οἰκτρᾱς γόον ὄρνιθος», Σοφ.).
επίρρ...
οικτρώς και -ά (Α οἰκτρῶς και οἰκτρά)
με οικτρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκτος + επίθημα -ρος (πρβλ. αισχρός, κυδρός)].

Greek Monotonic

οἰκτρός: -ά, -όν (οἶκτος),·
I. 1. αξιοθρήνητος, αυτός που βρίσκεται σε ελεεινή κατάσταση, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, αξιολύπητος, ελεεινός, αξιοθρήνητος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. με Ενεργ. σημασία, ελεεινός, εξαθλιωμένος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος, λέγεται για αηδόνι, σε Σοφ.· πληθ. ουδ. ως ομαλ. επίρρ. οἰκτρῶς, σε Αισχύλ., Σοφ.· εκτός από συγκρ. και υπερθ. οἰκτρότερος, -τατος, σε Όμηρ., ανώμ. υπερθ. οἴκτιστος (βλ. αυτ.).

Middle Liddell

οἰκτρός, ή, όν οἶκτος
I. pitiable, in piteous plight, Il., Soph., etc.
2. of things, pitiable, piteous, lamentable, Hdt., Aesch., etc.
II. in act. sense, piteous, Od., Soph.; οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος, of the nightingale, Soph.;—neut. pl. as regul. adv. οἰκτρῶς, Aesch., Soph. —Besides comp. and Sup. οἰκτρότερος, -τατος, Hom. has an irreg. Sup. οἴκτιστος (q.v.).

English (Woodhouse)

lamentable, miserable, mournful, piteous, pitiable, sad, touching, unfortunate, unhappy, wretched

Translations

Bulgarian: жалък, клет; Chinese Mandarin: 悲悽,悲凄; Czech: ubohý, žalostný; French: pitoyable; German: bedauerlich, bedauernswert, erbärmlich, kläglich, erbarmenswert; Ancient Greek: ἐλεεινός, οἰκτρός; Manx: treih; Spanish: lastimero, lastimoso; Turkish: acınası