Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λύκη

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκη Medium diacritics: λύκη Low diacritics: λύκη Capitals: ΛΥΚΗ
Transliteration A: lýkē Transliteration B: lykē Transliteration C: lyki Beta Code: lu/kh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, morning twilight, only in Macr.Sat.1.17.37, as etym. of λυκόφως, ἀμφιλύκη; cf. λυκαυγής, λυκοειδής ΙΙ, ἀμφιλύκη.

Greek (Liddell-Scott)

λύκη: λέξις ῥιζικὴ ἀπαντῶσα μόνον παρὰ Macrob. ἐν Saturn. 1. 17, ἐξ ἧς παράγονται αἱ λ. λυκάβας, λευκός· λυκόφως, ἀμφιλύκη, λύχνος, λύγδος· πρβλ. Σανσκρ. ru΄k, rô΄k-ê (luceo)· Λατ. luceo, lux, luna (ἀντὶ lucna), lumen, κτλ.· Γοτθ. liuh-ath (φῶς)· Ἀρχ. Σκανδιν. ljös· Ἀρχ. Γερμ. lioht (light)· Σλαυ. luc-a (luna), luc-i (lux)· Λιθ. laùk-as (pallidus), κτλ.· - πρβλ. ὡσαύτως λεύσσω.

Greek Monolingual

λύκη (Α)
ξημέρωμα, χαραυγή, λυκαυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύκη είναι αυτοτελώς αμάρτυρος. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό στο σύνθετο «εκ συναρπαγής» ἀμφι-λύκη, «το τμήμα της νύχτας λίγο πριν να χαράξει». Και στη συνέχεια ως α' συνθετικό στους τ. λυκόφως και λυκαυγές. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα λυκ-της ΙΕ ρίζας leyk- (πρβλ. λεύσσω < λευκός, λύχνος). Και συνδέεται με αρχ. ινδ. ruca- «φωτεινός λαμπρός» και rus- «φως» καθώς και με χεττιτ. lukzi «ξημερώνει»].

Greek Monotonic

λύκη: φως, λέξη-ρίζα από την οποία παράγονται λυκάβας, λύχνος κ.λπ.

Middle Liddell

light, a Root, whence come λυκάβας, λύχνος, etc.

Mantoulidis Etymological

(=φῶς). Λέξη ριζική πού συναντᾶμε στίς λέξεις λυκάβας (=ἔτος), λυκαυγές, λυκόφως, λευκός, λύχνος, λύγδος (=τό ἄσπρο μάρμαρο), ἀμφιλύκη (=χαράματα).

German (Pape)

λύκη, ἡ, ein sonst nicht vorkommendes Wort, wovon Macrob. Saturn. 1.17 λυκάβας, λυκόφως und ä. ableitet; vgl. auch ἀμφιλύκη, λύχνος, lux, luceo, Licht, und s. λύγη.