ἀνόητος

Revision as of 11:36, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀνόητον,
A not thought on, unheard of, ἄφραστ' ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80.
2 not within the province of thought, νοήματα ὄντα ἀνόητα εἶναι = being thoughts, they are without thought Pl.Prm.132c; not the object of thought, unthinkable, Plot.5.3.6 and 10. Adv. ἀνοήτως = without discursive thought, of vision, βλέψαι ἀ. Id.6.7.16.
II Act., not understanding, unintelligent, senseless, silly, Hdt.1.87, 8.24; ὦ ἀνόητοι = oh fools! Ar.Lys.572; ὦνόητε Id.V.252; opp. προνοητικός, X.Mem.1.3.9: Comp. ἀνοητότερος Luc.Peregr.33; τὸ ἀνόητον, opp. τὸ νοῦν ἔχον, Pl.Ti.30b; τῷ θνητῷ καὶ ἀ. Id.Phd.80b; τὸ ἀνόητον [τῆς ψυχῆς] Id.R. 605b, etc.:—of animals, τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες καὶ ἀ. Arist.HA 610b23, cf. 622a3.
b c. gen., not understanding, θεοῦ Max.Tyr. 41.5; τῆς φωνῆς Luc.Asin.44, cf. Ecphant. ap. Stob.4.7.64.
2 of acts, thoughts, etc., ἀ. γνῶμαι S.Aj.162 (lyr.); δόξαι Pl.Phlb. 12d; εὐχειρίη Hp.Art.35; ἀ. καὶ κενόν Ar.Ra.530; οἴνου.. καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων and all other follies, Id.Nu.417.
b without mind, ἀνόητα καὶ ἄνευ ζωῆς Plot.5.5.1.
III Adv. ἀνοήτως Ar.Lys.518, Pl. R.336e, etc.; ἀνοήτως διακεῖσθαι Lys.10.4: Sup. ἀνοητότατα D.C.44.35:—also ἀνοητεί, AB1327, An.Ox.2.313.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inimaginable σάνδαλα ... ἄφραστ' ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80.
2 lóg. impensable, no accesible para el pensamiento τὴν μὲν ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον (οὐ γὰρ ἀληθὴς ἔστιν ὁδός) Parm.B 8.17, de la divinidad, Dion.Ar.M.3.141A.
II 1carente de νοῦς o carente de entendimiento νοήματα Pl.Prm.132c, ἀνόητος δὲ νοῦς οὐκ ἄν ποτε εἴη Plot.5.3.6, de los inteligibles, Plot.5.5.1
subst. τὸ ἀνόητον = la parte irracional del alma Pl.R.605b, Ti.30b, Phd.80b
de un niño, Plu.Cat.Ma.8, de anim. Arist.HA 610b23
c. gen. que no entiende θεοῦ Max.Tyr.41.5, τῆς φωνῆς Luc.Asin.44
que no tiene inteligencia humana de Cristo, Gr.Thaum.Fid.C.ap.2.
2 insensato de pers. οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται nadie es tan insensato que prefiera la guerra a la paz Hdt.1.87, cf. Hp.Ep.18, X.Mem.1.3.9, Lys.13.18, Isoc.5.19, Arist.EN 1173a2, op. φρόνιμος Gorg.B 11a.26, Chrysipp.Stoic.3.87, τοῖς ἄφροσι καὶ ἀνοήτοις Plu.2.22b, τῶν μὲν ἐμπλήκτων καὶ ἀνοήτων Plu.2.748d
en voc. como un insulto ὦ ἀνόητοι Ar.Lys.572, ὦνόητε Ar.V.252
subst. οἱ ἀ. S.Ai.162, Philol.B 14, Democr.B 75, Corp.Herm.1.23
no cultivado, ajeno a la filosofía πλούτῳ ... κακῶς χρῶνται οἱ ἀνόητοι Chrysipp.Stoic.3.29
de abstr. φιλονικίη Democr.B 237, δόξαι Pl.Phlb.12d, Corp.Herm.6.3, εὐχειρίη Hp.Art.35, ἀνόητον (ἐστί) c. inf., Th.6.11, Ar.Ra.530.
III adv. ἀνοήτως
1 sin pensamiento βλέψαι ἀ. Plot.6.7.16.
2 estúpidamente Ar.Lys.518, Lys.10.14, Pl.R.336e, Isoc.12.155, X.Cyn.3.8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu'on ne saisit pas par l'esprit;
2 qui ne comprend pas, gén. ; abs. inintelligent, sot ; τὰ ἀνόητα sottises, folies.
Étymologie: , νοέω.

German (Pape)

1 ungedacht, unverhofft, wunderbar, Η. h.Merc. 80; unbegreiflich, dem νοητός entggstzt, Plat. Phaed. 80b.
2 akt., nicht denkend, Plat. Parm. 182c; nicht einsehend, unverständig, Soph. Aj. 162; oft in Prosa, meist von Menschen, bes. Kindern, vgl. Plat. Gorg. 464d ἐν ἀνδράσιν οὕτως ἀνοήτοις ὥσπερ οἱ παῖδες; unbesonnen, dem προνοητικός entggstzt, Xen. Mem. 1.3.9; δόξαι Plat. Phil. 12d; πρᾶγμα Gorg. 512d; ἔγκλημα Xen. Oec. 11.3; überhaupt = ἄλογα, Arist. Eth. Nic. 10.2.4. Auch im Gegensatz von σώφρων, der seine Lüste nicht beherrscht, so τὰ ἀνόητα, = ἀφροδίσια, Ar. Nub. 416. – Superl., ἀνοητότατος καὶ ἀφρονέστατος Plat. Symp. 181b.
• Adv. ἀνοήτως, unverständig, ἀνοητότερον διατεθεὶς πρός τινα Lys. 3.4.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόητος:
1 неслыханный, небывалый HH;
2 непостигаемый умом Plat.;
3 немыслящий Plat.;
4 неразумный, бессмысленный, безрассудный, Her., Arph., Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόητος: -ον, ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος, ἄφραστ’ ἡδ’ ἀνόητα Ὕμ. Ὁ. εἰς Ἑρμ. 80. 2) ὁ μὴ περιλαμβανόμενος εἰς τὸν κύκλον τῶν διανοημάτων, ἤτοι τῶν ἐνεργειῶν τοῦ νοῦ, νοήματα ὄντα ἀνόητα εἶναι Πλάτ. Παρμ. 132C· τῷ θνητῷ καὶ ἀν., μὴ ἔχοντι νοῦν, ὁ αὐτ. Φαίδων 80B. ΙΙ. ὁ μὴ ἐννοῶν, ἀνόητος, ἠλίθιος, μωρός, Λατ. amens, ineptus, Ἡρόδ. 1. 87., 8. 24· ὦ ἀνόητοι Ἀριστοφ. Λυσ. 572· ὦνόητε ὁ αὐτ. Σφ. 252· ἀντιτίθεται τῷ προνοητικός, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· συχν. παρὰ Πλάτ. τὸ ἀνόητον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν τῷ νοῦν ἔχοντι: λογισάμενος οὖν εὕρισκεν ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὁρατῶν οὐδὲν ἀνόητον τοῦ νοῦν ἔχοντος ὅλον ὅλου κάλλιον ἔσεσθαί ποτε ἔργον Πλάτ. Τίμ. 30Β· τὸ ἀν. [τῆς ψυχῆς] ὁ αὐτ. Πολ. 605Β. κτλ.: - ἐπὶ ζῴων, τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες καὶ ἀν. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 2, πρβλ. 37. 21. 2) οὕτως ἐπὶ πράξεων, διανοημάτων, κτλ.· ἀν. γνῶμαι Σοφ. Αἴ. 162· δόξαι Πλάτ. Φίλ. 12D· εὐχειρία Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· ἀν. καὶ κενὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 531· οἴνου ... καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων Ἀριστοφ. Νεφ. 417. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Λυσ. 518, Πλάτ., κλπ.· ἀνοήτως διακεῖσθαι Λυσίας 117. 24: ὡσαύτως ἀνοητεὶ Ἀν. Ὀξ. 2. 313: - Ὑπερθ. -ότατα Δίων Κ. 44. 35· -οτάτως Κύριλλ.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of νοιέω; unintelligent; by implication, sensual: fool(-ish), unwise.

English (Thayer)

ἀνόητον (νοητός from νοέω);
1. not understood, unintelligible;
2. generally active, not understanding, unwise, foolish: σοφοί); ἐπιθυμίαι ἀνόητοι, Trench, § lxxv.; Ellicott on Schmidt, chapter 147 § 20).)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνόητος, -ον)
1. (για ανθρώπους) αστόχαστος, αυτός που δεν έχει μυαλό, δεν είναι σέ θέση να σκεφθεί ή να καταλάβει
2. (για λόγια ή πράξεις) ασύνετος, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος
αρχ.
1. (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δέν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει σκέψη, ανήκουστος, ακατανόητος, ακατάληπτος
2. (για τα ζώα) αυτός που στερείται λογικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + νοητός < νοώ (-έω)].

Greek Monotonic

ἀνόητος: -ον,
I. 1. ακατανόητος, ακατάληπτος, σε Ομηρ. Ύμν.
2. ο μη περιλαμβανόμενος στον κύκλο των διανοημάτων, ο μη οξυδερκής, σε Πλάτ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν καταλαβαίνει, ανόητος, μωρός, Λατ. ineptus, σε Ηρόδ., Αττ.· ὦνόητε, εσύ, ανόητε! σε Αριστοφ.· ἀνόητα, ανοησίες, στον ίδ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

I. not thought on, unheard of, Hhymn.
2. not within the province of thought, unintelligent, Plat.
II. act. not understanding, unintelligent, Lat. ineptus, Hdt., Attic; ὠνόητε oh you fool, Ar.; ἀνόητα follies, Ar.:—adv. -τως, Plat., etc.

Chinese

原文音譯:¢nÒhtoj 阿-挪誒拖士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:不-心思(的) 相當於: (אֱוִיל‎) (אִוֶּלֶת‎)
字義溯源:無智慧的,無知的,愚昧的,愚拙的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。依照主耶穌對往以馬忤斯去的兩個門徒所說的話( 路24:25)去揣摩,無知乃是不認識神的話,對神的話信得太遲鈍。
同義字:1) (ἀνόητος / ἀνόνητος)無智慧的 2) (ἄσοφος)不智的 3) (ἀσύνετος)無智力的 4) (ἀφροσύνη)無知 5) (ἄφρων)無知的 6) (μωρία)愚拙 7) (μωρός)愚拙的
出現次數:總共(6);路(1);羅(1);加(2);提前(1);多(1)
譯字彙編
1) 無知(2) 提前6:9; 多3:3;
2) 無知麼(1) 加3:3;
3) 無知的(1) 加3:1;
4) 愚拙人(1) 羅1:14;
5) 無知的人(1) 路24:25

Translations

foolish

Albanian: budalla; Arabic: أَحْمَق‎, غَبِيّ‎, سَفِيهٌ‎, مُغَفَّل‎; Armenian: հիմար, տխմար, ապուշ; Asturian: neciu, ñeciu; Azerbaijani: ağılsız, axmaq; Belarusian: дурны; Bengali: মূর্খ; Breton: sod; Bulgarian: неразумен, глупав; Burmese: မိုက်မဲ; Catalan: ximple; Cherokee: ᎤᎸᏓᎴᏍᎩ; Chinese Cantonese: 傻, 笨; Mandarin: 笨, 傻, 蠢, 愚蠢的; Chuukese: tiparoch; Czech: pošetilý, hloupý; Danish: tåbelig, dum; Dutch: onverstandig, dom; Esperanto: malsaĝa, stulta; Estonian: rumal, narr, tobe, loll; Faroese: býttur, býttisligur, óvitskutur, fávitskutur; Finnish: houkkamainen; French: sot, stupide, bête, idiot; Galician: necio; Georgian: სულელი; German: dumm, närrisch, töricht; Gothic: 𐌳𐍅𐌰𐌻𐍃, 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: ανόητος; Ancient Greek: ἀβέλτερος, ἀδόλεσχος, ἀκαίριος, ἄκαιρος, ἀλίθιος, ἀλιτόφρων, ἀλόγιστος, ἄνοος, ἄνους, ἀπειράγαθος, ἄσοφος, ἀσύφηλος, ἀφραδής, ἄφρενος, ἄφρων, βαβύρτας, εὐήθης, εὐηθικός, ἠλίθιος, κακόβουλος, κακοφραδής, κεπφαττελεβῶδες, κεπφαττελεβώδης, κέπφος, κεπφώδης, κωφός, λαθίφρων, μάταιος, μωρός, νενίηλος, νηπύτιος, νήφρων, φλύαρος, φλυαρώδης; Hebrew: מטופש‎, טיפשי‎; Hindi: मूर्ख; Hungarian: buta; Icelandic: heimskur; Ido: dessaja; Irish: leibideach, díchéillí, aimhghlic; Italian: babbeo, sciocco; Japanese: 愚かな, 馬鹿げた, 馬鹿な; Kabuverdianu: tolobásku; Khmer: ភ្លើ; Korean: 어리석다, 둔하다; Ladino: bovo; Latin: fatuus, stultus, morus, ineptus; Latvian: muļķīgs, dumjš, neprātīgs; Lithuanian: kvailas, neprotingas; Luxembourgish: domm, topeg; Macedonian: глупав; Manx: ommidjagh, blebbinagh, neuhushtagh, meecheeallagh, sou-cheayllagh, bolvaneagh; Maori: manuware, nenekara, rūrūwai, heahea, wawau; Norwegian Bokmål: tåpelig, dum; Oromo: gowwaa; Ottoman Turkish: خفیف‎; Persian: احمق‎, ببو‎; Polish: niemądry, głupi; Portuguese: idiota, tolo; Romanian: prost, tont, nerod; Russian: глупый, дурацкий, дурной, идиотский; Sardinian Campidanese: bovu, bacciloi, lolloi, managu, mengòsu; Logudorese: dòndoro, ménzu, menzosu, bovu; Scottish Gaelic: amaideach, faoin; Serbo-Croatian Cyrillic: будаласт, глуп; Roman: budalast, glup; Sidamo: gowwa; Slovak: pochabý, hlúpy; Slovene: neumen, butast, trapast; Spanish: tonto, necio, imprudente; Swedish: dåraktig, dum; Telugu: మూర్ఖ, పిచ్చి; Thai: โง่; Tocharian A: āknats; Tocharian B: aknātsa; Turkish: ahmak, akılsız, aptalca, enayice, sersem, angut; Ukrainian: дурний; Urdu: مورکھ‎; Vietnamese: dại dột; Volapük: fopik; Yiddish: נאַריש‎