ἐκκυνέω

From LSJ
Revision as of 18:50, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῠνέω Medium diacritics: ἐκκυνέω Low diacritics: εκκυνέω Capitals: ΕΚΚΥΝΕΩ
Transliteration A: ekkynéō Transliteration B: ekkyneō Transliteration C: ekkyneo Beta Code: e)kkune/w

English (LSJ)

(ἔκκυνος) of hounds, keep questing about, X.Cyn.3.10, Poll.5.65:—also ἐκκυνόω, ibid.

Spanish (DGE)

abandonar la jauría, desentenderse del rastro ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναι X.Cyn.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. ἐκκυνόω.

German (Pape)

[Seite 765] Xen. Cyn. 3, 10 u. Poll. 5, 65, vom Spürhunde, revieren, nicht immer einer Spur folgen.

French (Bailly abrégé)

ἐκκυνῶ :
perdre la piste.
Étymologie: ἔκκυνος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκῠνέω: (о собаках) сбиваться в сторону (παρὰ τὸ ἴχνος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῠνέω: (ἔκκυνος) τεχνικὸς ὅρος, ἐπὶ τῶν θηρευτικῶν ἐκείνων κυνῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀκολουθοῦσιν εἰς ὡρισμένα τινὰ ἴχνη, ἀλλὰ περιπλανῶνται πολλὰ ἐρευνῶντες, Ξεν. Κυν. 3. 10, Πολυδ. Ε΄, 65.

Greek Monotonic

ἐκκῠνέω: μέλ. -ήσω (ἔκκυνος), εκτελώ έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση, ψάχνω για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω ἔκκυνος
to keep questing about, of hounds, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=δέν ἀκολουθῶ τά ἴχνη τοῦ θηράματος, ἀλλά περιπλανιέμαι ἐρευνώντας πολλά μέρη). Παρασύνθετο ἀπό τό ἔκκυνος (ἐκ + κύων) (=σκυλί πού δέν ἀκολουθεῖ ὁρισμένα ἴχνη, ἀλλά περιπλανιέται παντοῦ).