περίβολος
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
περίβολον, (περιβάλλω)
A compassing, encircling, στέφεα E.IA 1477 (lyr.); κάνναι Pherecr.63.
II as substantive περίβολος, ὁ, = περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι spires or coils of a serpent, E.Ion993: in plural, περίβολοι λάϊνοι, of a tomb, Id.Tr.1141: sg., enclosing wall, Hdt.1.181; of a town wall, Th.1.89; ἐν οἰκείῳ περιβόλῳ in a cage of his own, Pl.Tht.197c; of the body as the case of the soul, Id.Cra.400c; περίβολοι οἰκήσεων Id.R.548a; wall of the heart, Hp.Cord.4.
2 area enclosed, enclosure, περίβολος νεωρίων E.Hel.1530; ὁ τῆς πόλεως περίβολος Pl.Lg.759a; ἀμπελώνων PGrenf.2.28.13 (ii B.C.); of a temple, precinct, περίβολος ἱεροῦ LXX Si. 50.2, cf. 2 Ma.6.4, 4 Ma.4.11, J.AJ15.11.5, Porph.Abst.2.54; ὁ τῶν Ὡρῶν περίβολος BMus.Inscr.1044 (Attaleia): metaph., πρόθυρα καὶ περιβόλους καὶ αὐλὰς τῇ ἀρχῇ περιέθηκεν Plu.Sol.32.
III neut., περίβολα πυρὶ φλεγόμενα fireballs, balls of fire Tim.Pers.27.
German (Pape)
[Seite 571] ὁ, das Umgebende, Einschluß, Gehäge; Eur. Troad. 1141; θώρακ' ἐχίδνης περιβόλοις ὡπλισμένον, Ion 993; auch adjectivisch, στέφεα περίβολα, I. A. 1477; – Mauern, Thuc. 1, 89. 90 und öfter, wie Plat. ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πόλεως περιβόλῳ καὶ προαστείῳ, Legg. VI, 759 a; οἰκήσεων, Rep. VIII, 548 a, u. sonst; Folgde, πόλις κατὰ τὸ περίβολον οὐ μεγάλη, Pol. 4, 65, 3, öfter.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui entoure.
Étymologie: περιβάλλω.
2ου (ὁ) :
enceinte :
1 rempart, retranchement;
2 enceinte ou circuit d'une maison, d'un sanctuaire.
Étymologie: περίβολος¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίβολος -ον [περιβάλλω] eromheen lopend.
περίβολος -ου, ὁ [περιβάλλω] ommuring:; τὰ βασιλήια περιβόλῳ μεγάλῳ het paleis met een grote ommuring Hdt. 1.181.2; overdr.. περίβολοι λάϊνοι stenen graf Eur. Tr. 1141; τοῦτον δὲ περίβολον ἔχειν ἵνα σῷζηται en dat (de ziel) dit als omheining heeft om veilig te blijven Plat. Crat. 400c. omheinde ruimte:. σῶν περίβολον νεωρίων de omheinde ruimte van jouw scheepswerf Eur. Hel. 1530. kronkeling:. θώρακ’ ἐχίδνης περιβόλοις ὡπλισμένον een harnas voorzien van een kronkelende slang Eur. Ion 993.
Russian (Dvoretsky)
περίβολος: II ὁ
1 стена, ограда (τῆς πόλεως Plat.);
2 (закрытое) помещение: ἐν οἰκείῳ περιβόλῳ Plat. у себя дома;
3 очертание, объем, размеры (πόλις κατὰ τὸν περίβολον οὐ μεγάλη Polyb.);
4 пределы, территория (νεωρίων Eur.);
5 круг, извив (ἐχίδνης περίβολοι Eur.).
окаймляющий, обвивающий (голову) (στέφεα περίβολα Eur.).
Greek Monolingual
ο / περίβολος, -ον, ΝΜΑ περιβάλλω
νεοελλ.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ.
1. τείχισμα χτισμένο για να περιορίζει μια έκταση γης, φράγμα ή τοίχος που περικλείει έναν χώρο, περιτοίχισμα
2. περιφραγμένος χώρος, κλεισμένος ολόγυρα χώρος, μάντρα
3. οχύρωμα γύρω από πόλη ή από φρούριο
αρχ.
1. αυτός που περιβάλλει, που περιτριγυρίζει κάτι, αυτός που έχει τοποθετηθεί ολόγυρα από κάτι
2. το αρσ. ως ουσ. α) περιβολή, κάλυμμα, αμφίεση, ένδυμα
β) περίβλημα
γ) περίφραγμα
δ) το περικάρδιο
ε) ολόκληρο το έδαφος όπου βρίσκεται ο ναός και γύρω από αυτόν («ἐθεμελιώθη... ανάλημμα ὑψηλὸν περιβόλου ἱερού», ΠΔ)
στ) (στον εν. και πληθ.) τα τείχη της πόλης
ζ) στον πληθ. οι σπείρες φιδιού
η) τάφος
θ) μτφ. (κατά τον Πλάτ.) το σώμα, που περιβάλλει την ψυχή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίβολον
περιτύλιγμα («περίβολα πυρὶ φλεγόμενα» — πύρινες σφαίρες, Τιμόθ.).
Greek Monotonic
περίβολος: -ον (περιβάλλω),
I. περιβεβλημένος, περιφραγμένος, περικυκλωμένος, σε Ευρ.
II. 1. ως ουσ. περίβολος, ὁ, = περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι, το δηλητήριο ή το κουλούριασμα του ερπετού, στον ίδ.· στον πληθ., τα τείχη γύρω από την πόλη, σε Ηρόδ., Ευρ.· ομοίως στον ενικ., σε Θουκ.
2. περίφραγμα, περιφέρεια, περίμετρος, περίβολος νεωρίων, σε Ευρ.· λέγεται για ναό, περίβολος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περίβολος: -ον, (περιβάλλω) ὁ περιτιθέμενος, φορούμενος, στέφεα Εὐρ. Ι. Α. 1477· περιβεβλημένος, περιπεφραγμένος, σκηνὴ
Middle Liddell
περίβολος, ον, περιβάλλω
I. going round, compassing, encircling, Eur.
II. as substantive, περίβολος = περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι the spires or coils of a serpent, Eur.; in plural walls round a town, Hdt., Eur.; so in sg., Thuc.
2. an enclosure, circuit, compass, π. νεωρίων Eur.; of a temple, the precincts, Plut.
English (Woodhouse)
case, circuit, circumference, coil, compass, cover, covering, something that encompasses, that which encloses anything